Στον απόηχο του θανάτου του 17χρονου Nahel, ο οποίος πυροβολήθηκε από αστυνομικό στις 27 Ιουνίου, η Γαλλία βυθίστηκε στο χάος: ταραχές, λεηλασίες και εμπρησμοί εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα, αποκαλύπτοντας μία βαθύτατη ρωγμή στη γαλλική κοινωνία, ήδη εμφανής από την εποχή των Κίτρινων Γιλέκων. Σήμερα οι ομάδες που ζουν δίπλα-δίπλα στο γαλλικό έδαφος αδυνατούν να ζήσουν μαζί («vivre-ensemble») αλλά βρίσκονται «πρόσωπο με πρόσωπο», όπως περιέγραφε ο σοσιαλιστής πρώην υπουργός Εσωτερικών Gérard Collomb το 2018. Όμως η πραγματικότητα αυτή δεν περιορίζεται στα σύνορα της Γαλλίας. Σήμερα, υπάρχουν πόλεις μέσα σε άλλες «πόλεις» των κρατών-μελών της ΕΕ. Διαφορετικές ομάδες, με κοινή καταγωγή και θρησκεία ενθαρρύνουν τα μέλη τους να τηρούν ακόμη πιο στενά τα έθιμα και τους νόμους που έφεραν μαζί τους με αποτέλεσμα η δημοκρατία να λειτουργεί σαν όχημα όχι ως προς την συστηματική προσπάθεια ενσωμάτωσης τους με θετικά οφέλη στην οικονομία των χωρών αλλά ως προς την αναγνώριση των πολιτιστικών και θρησκευτικών διαφορών τους που εν τέλει γεννά διχασμό και εχθρότητα. Η πραγματικότητα αυτή σχετίζεται κατά πλειοψηφία στις μουσουλμανικές κοινότητες, στο πυρήνα των οποίων η αφοσίωση στους κανόνες των θρησκευτικών τους κειμένων εναρμονίζεται πλήρως με τις επιταγές της κοινωνικής και πολιτικής τους ζωής.
Σε αυτό το πλαίσιο, το παράδειγμα της Γαλλίας είναι αποκαλυπτικό. Κατά τη Σώτη Τριανταφύλλου, το αίσθημα αδικίας για το οποίο πολλά ΜΜΕ έγραψαν με αφορμή τις διαδηλώσεις στη Γαλλία, δεν μπορεί να εντοπιστεί στη παραμέληση εκ μέρους του κράτους των κοινοτήτων αυτών όταν οι υπηρεσίες του δημόσιου σχολείου παρέχονται δωρεάν, η στέγαση είναι φθηνή, η υγεία αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα και θέσεις εργασίας υπάρχουν. Οι διαφορές αναδύονται από τα ζητήματα πλημμελούς ένταξης, στα οικογενειακά σχήματα και στις εθνο-πολιτιστικές ρίζες. Το Ισλάμ, ο αραβικός εθνικισμός, το μίσος για τους Γάλλους καθώς και το αίσθημα αδικίας έχουν διαμορφώσει μία αντιγαλλική ρητορική, που ενθαρρύνει τον αποκλεισμό ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων από τηνενσωμάτωσή τους στην γαλλική κοινωνία. Ειδικότερα, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί έχουν μεταφερθεί σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από θρησκευτικές προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και συγκρούσεις με τους Γάλλους και Βρετανούς αποικιοκράτες. Ακόμα, η παρακμή της κοσμικότητας και η ανεξέλεγκτη κατασκευή τζαμιών και ισλαμικών κέντρων έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό δίκτυο προσηλυτισμού νέων ανθρώπων, αποτέλεσμα των οποίων είναι μορφές βίας στις οποίες επιδίδεται το τοπικό ανδρικό πρότυπο: οπλοφορία, βαναυσότητα προς τις γυναίκες, βεντέτες, μονομαχίες, σούζες.
Πολλοί άνθρωποι στη Γαλλία απαιτούν πιο αυστηρές και παραδειγματικές τιμωρίες. Η Μαρί Λεπέν πιέζει για τη λήψη πιο σκληρών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων της μείωσης της ηλικίας για την δίκη των παραβατών ως ενήλικων σε ποινικές διαδικασίες στα 16, καθώς και την αφαίρεση της πρόσβασης σε δημόσια στέγαση και πρόνοια σε όσους καταδικάστηκαν για εγκλήματα ή περισσότερα ασήμαντα αδικήματα. Ζήτησε επίσης να τεθεί σε ισχύ ένα σύστημα υποχρεωτικής ελάχιστης ποινής. Απαιτεί μια ήρεμη και συγκροτημένη ματιά. Ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές προτιμήσεις ενός πολίτη ή τη χώρα γέννησης, το κράτος δικαίου είναι υπέρτατο. Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι η επί αιώνων κυρίαρχη επιρροή του Χριστιανισμού άρθρωσε το δικανικό σύστημα της Ευρώπης και έθεσε τις βάσεις για ένα νομικό πλαίσιο, το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί επιπόλαια ή άκριτα, καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο την πρόοδο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.Δεδομένων αυτών των γεγονότων, οι θεμελιώδεις πεποιθήσεις βάσει των οποίων πρέπει να γίνεται σεβαστός καθένας που εισέρχεται στη χώρα μας δεν υποχρεώνουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να ανέχονται πεποιθήσεις και πρακτικές που προφανώςκαταστρατηγούν τις αρχές των ευρωπαϊκών κοινωνιών και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων και πολέμων καθώς και της κλιματικής αλλαγής, το κρίσιμο ζήτημα που αναδύεται είναι το όραμα που πρέπει να αναδείξει η Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τον τύπο της κοινωνίας που θέλει να οικοδομήσει.