Άρθρο της Άννας Διαμαντοπούλου* στην Καθημερινή
Η νέα εποχή σηματοδοτεί την ανάγκη μιας νέας εθνικής στρατηγικής.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα έχει επιπτώσεις σε όλο τον πλανήτη.
Η ΕΕ εισέρχεται σε μια περίοδο τεκτονικών αλλαγών, που αφορούν στην υπεράσπιση των συνόρων της, στην ενεργειακή απεξάρτηση από την Ρωσία και, βέβαια, στην ενεργή υποστήριξη των αξιών της.
Οι αλλαγές αφορούν και στην ευρύτερη γειτονιά της ΕΕ. Στα Βαλκάνια επικρατεί αναταραχή με επίκεντρο την Σερβία και η Τουρκία επιχειρεί την επανατοποθέτησή της στους περιφερειακούς και διεθνείς συσχετισμούς, με βασικό παράγοντα την ενέργεια.
Το 1999 η Ελλάδα πέτυχε την Συμφωνία του Ελσίνκι. Η εποχή χαρακτηρίζονταν από το μεγαλύτερο κύμα διεύρυνσης στην ιστορία της ΕΕ καθώς και την οργάνωση της ΟΝΕ, αποφάσεις που θα άλλαζαν για πάντα την Ευρώπη. Σε εκείνη την ιστορική στιγμή, η Ελλάδα κατέθεσε ένα στρατηγικό σχέδιο όπου συνέδεεε Εθνικούς, Κυπριακούς , Ευρωπαϊκούς και Τουρκικούς στόχους. Η ΕΕ με τη Συμφωνία αυτή, καθιστούσε την οριστική επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, βασικό προαπαιτούμενο για την συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, με χρονικό όριο το 2004.
Παράλληλα, η ΕΕ απελευθέρωσε την Κυπριακή Δημοκρατία από την ομηρία του «Κυπριακού ζητήματος» και η Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ, χωρίς την επίλυσή του.
Στη σημερινή, λοιπόν, συγκυρία, των συνταρακτικών γεγονότων που συμβαίνουν γύρω μας, είναι η στιγμή για μια νέα στρατηγική «out of the box». Η ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία, σημαίνει ότι χρειάζονται νέες ενεργειακές πηγές και νέες οδεύσεις. Η Ανατολική Μεσόγειος, (Ισραήλ, Κύπρος) διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα για τα οποία έχουν ενδιαφερθεί επιχειρήσεις κολοσσοί, ενώ το ίδιο συμβαίνει στην Κρήτη και στο Ιόνιο.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια νέα ιδέα, η οποία να συνθέτει κοινά συμφέροντα και να επιφέρει οφέλη σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη της περιοχής.
Η γέννηση της ΕΕ ως μία οικονομική συνεργασία, και η εμπειρία του Ελσίνκι ως συγκεκριμένη στρατηγική με σημαντικά αποτελέσματα, μας πείθουν για την ανάγκη νέας στρατηγικής. Υπάρχουν θεσμοί και τεχνοκρατικοί μηχανισμοί, που μπορούν να παρουσιάσουν ένα σχέδιο που να υποστηρίζει την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης και, ταυτόχρονα, να ενώνει τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου σε μία συμμαχία, με οφέλη για τους λαούς της. Εχει ενδιαφέρον, ζώντας ξανά έναν πόλεμο στην Ευρώπη, να θυμηθούμε την επομένη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και πώς μέσα σε μια εικοσαετία, η ερειπωμένη Ευρώπη έγινε κινητήριος δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν κατεστραμμένες , οι εθνικές αντιπαλότητες κορυφωμένες και οι εθνικοί οικονομικοί ανταγωνισμοί που προέρχονται από το παρελθόν, δημιουργούσαν μαύρες προοπτικές για την οικονομική ανάκαμψη.
Ένα λαμπρό μυαλό, ο Γάλλος διπλωμάτης Ρομπέρ Σουμάν συνέλαβε το σχέδιο με τα βήματα για την ενοποίηση της Ευρώπης.
Το σχέδιο Σουμάν ελάμβανε υπόψη όλα τα παραπάνω και, βεβαίως, την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ, και έθετε μία σειρά παραδοχών ότι η ειρήνη στην Ευρώπη δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει, παρά μόνο μέσα από την επιτυχία συγκεκριμένων οικονομικών στόχων.
Όταν το σχέδιο ανακοινώθηκε, σε μεγάλο βαθμό χλευάστηκε, θεωρήθηκε αυτοσχεδιασμός και μη εφαρμόσιμο. Ένα χρόνο αργότερα, η Γαλλική πρωτοβουλία εξελίχθηκε σε ένα τεχνοκρατικό σχέδιο όπου δούλεψαν οικονομολόγοι, τεχνικοί, διεθνολόγοι, ενώ έξι χώρες ένωσαν τις δυνάμεις τους. Πολιτικοί ηγέτες της εποχής, έκαναν υπερβάσεις και πήραν καθοριστικές για το μέλλον των χωρών τους αποφάσεις. Όλες οι χώρες βγήκαν κερδισμένες. Ο κίνδυνος του πολέμου ξεχάστηκε, η οικονομία στις χώρες πήρε μπροστά και με την σημαντική συμβολή του Αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ, η Ευρώπη ανάκαμψε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ο ρόλος των ΗΠΑ αναδείχτηκε καθοριστικός, όχι μόνο λόγω της τεράστιας οικονομικής βοήθειας που προσέφεραν, αλλά, κυρίως, γιατί αναζήτησαν μαζί με τους Ευρωπαίους πολιτικούς, μηχανισμούς πολυμερούς συνεργασίας, ώστε όλοι μαζί να βρουν τις καλύτερες λύσεις για όλους. Αυτή η πολυμερής συνεργασία μετά τον πόλεμο, δεν ανασυγκρότησε απλώς τα κράτη της Ευρώπης, αλλά έθεσε τις βάσεις για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και αργότερα την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΟΝΕ. Κέρδισαν όλοι.
Η αιματοβαμμένη γαλλογερμανική έχθρα έγινε ο «γαλλογερμανικός άξονας», η περίφημη ατμομηχανή της ΕΕ.
Η ιστορία δεν είναι ιδεοληψία, εξελίσσεται και γίνεται δίδαγμα. Τότε ήταν ο άνθρακας και ο χάλυβας, τώρα είναι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, τα οποία τουλάχιστον για 30 χρόνια θα είναι αναγκαία, έως ότου αντικατασταθούν από νέες τεχνολογίες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Μπορούμε, λοιπόν, να προχωρήσουμε σε ένα σχέδιο για ένα κοινό οικονομικό μέλλον, με στόχο την ευημερία και την ειρήνη στη Ανατολική Μεσόγειο και την επίλυση ενός ζωτικού προβλήματος για την ΕΕ;
Η Ελλάδα υλοποιώντας μια στρατηγική αποτροπής είναισε θέση παράλληλα να πάρει πρωτοβουλίες ειρήνης και ανάπτυξης.
Ας σκεφτούμε σε πρώτο επίπεδο, μία συζήτηση τεχνοκρατών για την υπαγωγή της διαχείρισης των κοιτασμάτων σε μια κοινή ανώτατη αρχή, όπου κάθε χώρα θα συμμετέχει με βάση αυτό που μπορεί να προσφέρει: φυσικούς πόρους, υψηλή τεχνολογία, θαλάσσιες και χερσαίες οδεύσεις, εμπειρία και αγορές.
Σήμερα ο χάλυβας και ο άνθρακας δεν παίζουν τον ρόλο που έπαιζαν, αλλά η σωστή διαχείριση τους άλλαξε την ιστορία.
Η σημερινή συζήτηση αφορά συγκρούσεις, διαφωνίες, μεταναστευτικές ροές, κινήσεις πολεμικών πλοίων. Θα μπορούσε να αφορά κρουαζιερόπλοια, δεξαμενόπλοια για LNG, μεσογειακά ναυπηγεία, πολλαπλούς αγωγούς με την συνεργασία τεχνικών εταιρειών της Μεσογείου, κοινούς κανόνες λειτουργίας, συνεργασίες Πολυτεχνείων.
Όνειρα για φοιτητές και όχι εφιάλτες για στρατιώτες…
*Η Άννα Διαμαντοπούλου είναι Πρόεδρος του Δικτύου – Πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ για το μέλλον του κοινωνικού κράτους – πρ. Επίτροπος ΕΕ – πρ. Υπουργός