Του Πάνου Τσακλογλου
Καθηγητή στο Οικονομικο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ερευνητικού Εταίρου στο Institute for the Study of Labor (IZA, Bonn) και στο Hellenic Observatory (LSE, London)
Η Ελλάδα στάθηκε ιδιαίτερα άτυχη ως προς τη χρονική συγκυρία της κρίσης του COVID-19. Μετά από μία δεκαετία βαθύτατης κρίσης, οι εκτιμήσεις διεθνών οίκων και οργανισμών έδειχναν ότι μεσοπρόθεσμα οι προοπτικές ανάπτυξης ήταν καλύτερες από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Όλα όμως ανατράπηκαν με την εμφάνιση της πανδημίας. Οι διεθνείς οργανισμοί άρχισαν να αναθεωρούν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και, ακόμα περισσότερο, της ευρωζώνης. Η πλειονότητα των αναλυτών εκτιμά ότι η παρούσα κρίση θα είναι σφοδρότερη από αυτή του 2008 και ίσως πλησιάσει σε μέγεθος την ύφεση του 1929, αν και όλοι δέχονται ότι οι εκτιμήσεις έχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας και σχετίζονται άμεσα με την εξέλιξη της πανδημίας.
Λόγω του ότι δεν υπάρχει ακόμα αποτελεσματικό φάρμακο και, πολύ περισσότερο, εμβόλιο για τον COVID-19, οι περισσότερες χώρες στον κόσμο υιοθέτησαν μέτρα «κοινωνικής αποστασιοποίησης», ώστε αποτραπεί η ταχεία εξέλιξη της πανδημίας και να μπορέσουν να ανταποκριθούν με επιτυχία στις έκτακτες ανάγκες τα υγειονομικά συστήματα. Η χώρα μας συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών που αντέδρασαν με μεγάλη επιτυχία σε αυτό τον τομέα, εξ ου και ο μικρός αριθμός θυμάτων μέχρι στιγμής. Όμως, η επιβολή μέτρων «κοινωνικής αποστασιοποίησης» έθεσε εκτός λειτουργίας τμήματα κλάδων ή και ολόκληρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, προκαλώντας διόγκωση της ανεργίας, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που βασίζεται σε πολυεθνικές εφοδιαστικές αλυσίδες, διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας σε ένα κλάδο μίας χώρας προκαλεί διαταραχές στην παραγωγή κλάδων άλλων χωρών (ιδίως στη μεταποίηση). Η πτώση της ζήτησης με τη σειρά της προκαλεί πτώση του διεθνούς εμπορίου και, τελικά η παγκόσμια οικονομία στο τέλος της πανδημίας αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε χαμηλότερο επίπεδο. Η συμμετοχή στο Ελληνικό ΑΕΠ κλάδων οικονομικής δραστηριότητας που αναμένεται να πληγούν με δριμύτητα από τη κρίση της πανδημίας του COVID-19, όπως ο τουρισμός, η εστίαση, οι μεταφορές και το λιανεμπόριο είναι μεγάλη και αυτός είναι ο λόγος που διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ αναμένουν σημαντική ύφεση φέτος στη χώρα μας.
Για να ανακόψουν την ένταση της ύφεσης, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν σειρά μέτρων στήριξης της οικονομίας. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούν κυρίως στη στήριξη του παραγωγικού ιστού της οικονομίας και της αποφυγή μαζικών χρεοκοπιών που θα οδηγούσαν σε έκρηξη της ανεργίας, στη στήριξη της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού και στη στήριξη του τραπεζικού συστήματος για την αποφυγή διόγκωσης του προβλήματος των «κόκκινων δανείων». Παρόμοια μέτρα έχουν εξαγγελθεί και στη χώρα μας. Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με τις αυξημένες δαπάνες δημόσιας υγείας και τα μειωμένα λόγω ύφεσης φορολογικά έσοδα, οδηγούν σε ελλείμματα του προϋπολογισμού. Προφανώς, όσο εντονότερη η κρίση και όσο γενναιότερα τα μέτρα στήριξης της οικονομίας, τόσο μεγαλύτερα τα ελλείμματα. Τα ελλείμματα οδηγούν σε αύξηση του δημοσίου χρέους, ενώ ταυτόχρονα η αναμενόμενη ύφεση αυξάνει παραπέρα το λόγο χρέους/ΑΕΠ. Ήδη πριν την κρίση, σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ βρισκόταν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Προφανώς, οι χώρες αυτές έχουν μειωμένο «δημοσιονομικό χώρο» και είναι πιθανόν να συναντήσουν δυσκολίες για τη χρηματοδότησή τους στις αγορές κεφαλαίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι χώρες της ευρωζώνης με υψηλό λόγο χρέους /ΑΕΠ πιέζουν για έκδοση ευρωομολόγου ή κάποιας άλλης μορφής αμοιβαιοποίηση χρέους.
Αν πρόκειται ποτέ να εκδοθεί ευρωομόλογο (“κορωνοομόλογο”, όπως έχει αποκληθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση), οι τωρινές συνθήκες είναι σχεδόν ιδανικές. Η παρούσα κρίση είναι “εξωγενής” δηλαδή δεν οφείλεται σε παράγοντες του οικονομικού συστήματος και επομένως δεν μπορούν να ισχύουν τα επιχειρήματα περί «ηθικού κινδύνου» που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, είναι «συμμετρική», δηλαδή αφορά όλες τις χώρες (αν και οι συνέπειές της φαίνεται να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ χωρών) και ενέχει μεγάλες αρνητικές εξωτερικότητες, δηλαδή ενέργειες ή παραλείψεις μίας χώρας είτε στο πεδίο της δημόσιας υγείας είτε στο επίπεδο της οικονομίας επηρεάζουν σημαντικά άλλες χώρες. Επομένως, οι συντονισμένες πολιτικές μπορούν να έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Επιπρόσθετα, η έκδοση ευρωομολόγου θα δώσει στις αγορές το σήμα ότι «το ευρώ ήρθε εδώ για να μείνει», διαλύοντας αμφιβολίες για την ίδια τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος του κοινού νομίσματος που εμφανίζονται σε κάθε κρίση.
Το οικονομικό κόστος της κρίσης στη χώρα μας θα είναι αναμφίβολα υψηλό. Παρότι η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο λόγο χρέους /ΑΕΠ στον κόσμο μετά την Ιαπωνία είναι εν μέρει τυχερή μέσα στη γενικότερη ατυχή συγκυρία. Οι ανάγκες πληρωμών για τοκοχρεολύσια φέτος και τα επόμενα χρόνια είναι πολύ χαμηλές ενώ το διαθέσιμο ταμειακό απόθεμα είναι αρκετά υψηλό τόσο λόγω του «αποθέματος ασφαλείας» που μας είχε παραχωρηθεί στο τέλος του Τρίτου Μνημονίου, όσο και λόγω εκδόσεων ομολόγων όταν η συγκυρίες ήταν ευνοϊκές αλλά δεν υπήρχαν σημαντικές αποπληρωμές αλλά και λόγω υπολοίπων πρωτογενών υπερ-πλεονασμάτων προηγουμένων ετών. Επιπρόσθετα, ακόμα και αν δεν εκδοθεί “κορωνοομόλογο” η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς της άμβλυνσης των συνεπειών της κρίσης τόσο κονδύλια του ΕΣΠΑ όσο και πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα νέα εργαλεία της ΕΕ που είτε έχουν ήδη εξαγγελθεί (πρόγραμμα SURE) είτε πρόκειται να εξαγγελθούν στο προσεχές χρονικό διάστημα (Ταμείο Ανάκαμψης). Επομένως, αν η κρίση δεν έχει πολύ μεγάλη χρονική διάρκεια και γίνει συνετή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, η κυβέρνηση μπορεί να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία χωρίς νέο Μνημόνιο, όπως εκτιμούν κάποιοι αναλυτές στο εξωτερικό. Άλλωστε, η προσπάθεια της κυβέρνησης ενισχύεται σημαντικά από τη συμμετοχή της χώρας μας στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (τακτικό και έκτακτο) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που διευκολύνει τη χρηματοδότησή της από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Φυσικά, όλα τα προηγούμενα θα γίνουν πιο εύκολα αν η ανάκαμψη μετά την κρίση είναι γρήγορη, όπως παρατηρείται συχνά στην περίπτωση εξωγενών κρίσεων, σαν η τωρινή (ιδίως, όμως, όταν η κρίση δεν διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα).