Το φαινόμενο της “μετά-αλήθειας” (post truth) και της διασποράς ψευδών ειδήσεων (fake news) μέσω διαδικτύου, ως εργαλείων ενίσχυσης του λαϊκισμού, είναι ο θέμα της μελέτης που εκπόνησε ο πολιτικός επιστήμονας και συνεργάτης του ΔΙΚΤΥΟΥ Γιώργος Παπούλιας.
Η παρούσα μελέτη έχει ως στόχο την εννοιολογική προσέγγιση και κατανόηση του φαινομένου μέσα από το ιστορικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο ανάλυσης του. Γίνεται η πρακτική παρουσίαση του, με συγκεκριμένα παραδείγματα εμφάνισης του στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 και στο βρετανικό δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την Ε.Ε. Ειδική αναφορά στην συμβολή του στην διαμόρφωση του πολιτικού διαλόγου κατά την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Κατόπιν, μια προσπάθεια καταγραφής των αντιδράσεων διεθνώς, κυρίως σε θεσμικό επίπεδο και των πολιτικών αντανακλάσεων που αυτές προκαλούν. Καταλήγοντας, επιχειρείται η καταγραφή των σεναρίων εξέλιξης και αντιμετώπισής του, μέσα από την θεσμική προσέγγιση, τις δράσεις της κοινωνίας των πολιτών καθώς και την επιστημονική έρευνα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«You can’t teach an old dog new tricks» λέει μια Βρετανική λαϊκή ρήση, εννοώντας, σύμφωνα με το λεξικό του Cambridge[1], πως είναι δύσκολο να αλλάξει κάποιος τον χαρακτήρα του σε μεγάλη ηλικία ή αντίστοιχα να μπορέσει να αποκτήσει νέες δεξιότητες. Στην εποχή όμως του διαδικτύου, των νέων μέσων και της ψηφιακής επανάστασης στην πληροφόρηση και τις επικοινωνίες, φαίνεται πως η συγκεκριμένη ρήση προσπερνιέται. Η γνώριμη και διαχρονικά εμφανιζόμενη, πολιτικού περιεχομένου προπαγάνδα, η οποία υπάρχει από τότε που υπάρχει η Πολιτική, δηλαδή συμπίπτει με την εμφάνιση των πρώτων οργανωμένων κοινωνιών[2], προσαρμόζεται στα νέα ψηφιακά δεδομένα.
Η λέξη που επιλέχθηκε από το λεξικό της Οξφόρδης ως «λέξη της χρονιάς» 2016 ήταν η λέξη «post-truth», η «μετά-αλήθεια», η επικράτηση δηλαδή στην κοινή γνώμη, μιας πραγματικότητας που πηγάζει από προσωπικές πεποιθήσεις ή συναισθήματα κι όχι από αντικειμενικά γεγονότα[3]. Εξηγώντας το σκεπτικό επιλογής της συγκεκριμένης λέξης η επιτροπή σύνταξης του λεξικού, αναφέρει πως κυριότερη αιτία αποτέλεσε η συμβολή της μετά-αλήθειας στις προεκλογικές εκστρατείες των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου 2016 καθώς και το βρετανικό δημοψήφισμα για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα με την εμφάνιση και την εξάπλωση του φαινομένου της δημιουργίας αφηγήσεων «μετά-αλήθειας» μέσα από την οργανωμένη διασπορά ψευδών ειδήσεων και στις δύο παραπάνω κορυφαίες εκλογικές διαδικασίες που αφορούν τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και το Ηνωμένο Βασίλειο, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε στο παρόν κείμενο, την συμβολή του φαινομένου στην διαχείριση και εξάπλωση του λαϊκισμού στην σύγχρονη πολιτική αντιπαράθεση διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα. Ειδικότερα κατά την περίοδο της έκρηξης και κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, η οποία συνδυάστηκε χρονικά (2008-2017) με μια περίοδο ραγδαίας εξάπλωσης της συμμετοχής και της χρήσης των νέων ψηφιακών και κοινωνικών μέσων, είτε από μεμονωμένα άτομα είτε από οργανωμένες ομάδες δρώντων (πολιτικά κόμματα, οργανώσεις διαμαρτυρίας, ΜΜΕ κλπ)[4].
Ταυτόχρονα θα προσεγγίσουμε τις μέχρι σήμερα θεσμικές αντιδράσεις στο φαινόμενο, είτε από υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε από εθνικές νομοθεσίες και θα παρουσιάσουμε τις επικρατέστερες απόψεις ακαδημαϊκών, μελετητών και εμπειρικών ειδημόνων για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της μετά-αλήθειας είτε θεσμικό επίπεδο, είτε από τον κάθε πολίτη και χρήστη των ειδήσεων ξεχωριστά. Ένα φαινόμενο που είναι εξαιρετικά πιθανό να μας απασχολήσει για αρκετά χρόνια ακόμα.[5]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την παρούσα μελέτη συμπεραίνουμε πως το φαινόμενο της παραποίησης της πραγματικότητας και της αξιοποίησης της για την αποκόμιση πολιτικού οφέλους δεν είναι κάτι νέο στην διεθνή και την ελληνική πολιτική σκηνή, έχει όμως λάβει πλέον καινούργια χαρακτηριστικά, ιδιότητες, τρόπο χρήσης και εξάπλωσης και αντίστοιχα αντιμετώπισης, εμφανιζόμενο μέσα από τον καινοτόμο όρο μετά-αλήθεια. Η μετά-αλήθεια, αποτελεί τέκνο της στρεβλής, υστερόβουλης, κερδοσκοπικής και τυχοδιωκτικής χρήσης του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων και δικτύων και η οποία διαμορφώνεται κυρίως μέσω της διασποράς ψευδών ειδήσεων, αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα πολιτικής επιρροής: Το πρώτο επίπεδο είναι η αξιοποίηση της για την επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων, όπως για παράδειγμα μιας εκλογικής μάχης, ενός δημοψηφίσματος κλπ. Μέσω μιας μεθοδευμένης διασποράς ψευδών ειδήσεων, η μια πλευρά της αναμέτρησης προσπαθεί να φθείρει την άλλη, προκαλώντας όσο το δυνατόν περισσότερη ζημιά στην εικόνα της και την αποδοχή της από την κοινή γνώμη. Το δεύτερο επίπεδο είναι η καλλιέργεια μιας διαστρεβλωμένης πραγματικότητας και μυθοπλασίας για συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα (πχ. μόλυνση του περιβάλλοντος) και η προσπάθεια κατεύθυνσης της κοινής γνώμης στις αντιλήψεις και τις επιδιώξεις των ομάδων πίεσης που την προκαλούν και την διαχειρίζονται, σε βάθος χρόνου. Στο δεύτερο επίπεδο, συνήθως η σύγχρονη μετά-αλήθεια συναντιέται και ενσωματώνει μέσα της μυθοπλασίες, θεωρίες συνομωσίας, διχαστικές και ακραίες προσεγγίσεις της πραγματικότητας που προϋπήρχαν από την εποχή των παραδοσιακών ΜΜΕ και της πληροφόρησης χωρίς το διαδίκτυο. Αποτελεί την συνέχειά τους και την νέα τους εκδοχή.
Στο πολιτικό φάσμα η μετά-αλήθεια, όπως είναι φυσικό, αξιοποιείται εργαλειακά από τις δυνάμεις του λαϊκισμού, την βαθιά συντήρηση και τα άκρα, δίνοντας ένα ανήθικο διέξοδο στην ρητορική του μίσους, του διχασμού και της ξενοφοβίας μέσα από το ψεύδος και την υπόγεια κατήχηση της κοινής γνώμης, κάτι το οποίο θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί μέσα από την ευθεία πολιτική αντιπαράθεση. Το είδαμε να συμβαίνει στις αμερικανικές εκλογές, όπου η πλευρά του Τραμπ οργάνωσε κατά κύριο λόγο μια καμπάνια μετά-αλήθειας σε σχέση με την πλευρά της αντιπάλου του που προσπαθούσε να πολιτευθεί με ορθά πολιτικά επιχειρήματα και λογική. Μια αντίστοιχη αλλά όχι πανομοιότυπη επιρροή της μετά-αλήθειας παρατηρούμε και στο βρετανικό δημοψήφισμα όπου τα ψεύδη και οι ακραίες φωνές επικράτησαν των ορθολογικών επιχειρημάτων σχετικά με το κόστος και τις επιπτώσεις του Brexit.
Με την ανάλυση συμπερασμάτων συγκεκριμένων ερευνών –ορισμένες παρουσιάζονται στην παρούσα μελέτη- οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με αφορμή τις εκλογικές αναμετρήσεις σε ΗΠΑ και ΗΒ, υπερεθνικοί οργανισμοί, κρατικοί φορείς, ερευνητικά ιδρύματα ακόμα και ομάδες πολιτών ή μεμονωμένοι ακτιβιστές, έχουν ενεργοποιηθεί στην κατεύθυνση της ανάδειξης και αντιμετώπισης του φαινομένου, προκειμένου να περιοριστεί ο κατευθυντήριος ρόλος του στα πολιτειακά ζητήματα, στην λειτουργία της δημοκρατίας, στην αξιοπιστία των θεσμών και στην υγιή αποτύπωση της δημοκρατικής έκφρασης των πολιτών. Με δεδομένη την ευελιξία του φαινομένου να προσαρμόζεται τάχιστα στις τεχνολογικές εξελίξεις και να αποκτά συνεχώς νέες μορφές και δυνατότητες, η ολοκληρωτική αντιμετώπισή του φαίνεται πως είναι αρκετά δύσκολη και πολύπλοκη υπόθεση. Γι’ αυτό τον λόγο απαιτείται θεσμική εγρήγορση, επιτάχυνση των νομοθετικών πρωτοβουλιών τουλάχιστον στο επίπεδο της τεχνικής προστασίας των υποψηφίων θυμάτων, και της διευκόλυνσης των χρηστών στην αναφορά και δίωξη του φαινομένου, μέσα από την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας και την αυστηρή προστασία της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Είναι μια σύγχρονη αναγκαιότητα για την δημοκρατία.
[1] http://dictionary.cambridge.org/dictionary/english/you-can-t-teach-an-old-dog-new-tricks
[2] Lippmann Walter, Κοινή Γνώμη, Κάλβος, Αθήνα 1988 (μτφ. Γιώργος Καραγιάννης)
[3] https://en.oxforddictionaries.com/word-of-the-year/word-of-the-year-2016
[4] Το συμπέρασμα εξάγεται από τα στοιχεία της ετήσιας Μελέτης Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου τα στοιχεία για την χώρα μας δημοσιεύει το τμήμα ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστήμίου. Η πιο πρόσφατη (2016) εδώ: http://www.jour.auth.gr/wp-content/uploads/2016/12/ReutersGreekReport2016digitaledition-v1.pdf
[5] https://www.edelman.com/p/6-a-m/how-to-combat-false-news/