Η δύσκολη πολιτική εξίσωση της αξιολόγησης και τα νέα «ήθη» στην πολιτική με τις μετεγγραφές βουλευτών,, είναι τα βασικά θέματα του νέου δελτίου του ΔΙΚΤΥΟΥ.
Στο και 5 της αξιολόγησης.
Οι αντοχές της οικονομίας έχουν ήδη εξαντληθεί. Η εσκεμμένη εκ μέρους της κυβέρνησης άρνηση ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων για την αξιολόγηση νεκρώνει σταδιακά κάθε ελπίδα ανάπτυξης το 2017.
Ο λόγος δεν είναι άλλος από το ότι η κυβέρνηση ψάχνει κάποιο αφήγημα, κάτι να δώσει στους βουλευτές της ως αντισταθμιστικό πολιτικό όφελος, από όλη αυτή τη διαπραγμάτευση και την σκληρή συμφωνία που θα προκύψει από αυτήν. Τα αντίμετρα που ήθελε να διαφημίσει ως τρόπαιο, αποδεικνύονται ελάχιστα και αν έρθουν θα έρθουν κατόπιν εορτής…
Η κυβέρνηση στην αρχή της νέας περιπέτειας της αξιολόγησης εμφανίστηκε με μαξιμαλιστικές θέσεις. Το ράπισμα που ακολούθησε με τα στοιχεία για το ΑΕΠ, οδήγησε σε μία ήπια μεταστροφή της. Αυτό όμως, φαίνεται ότι δεν έχει συνέχεια, αφού πάλι βρισκόμαστε σε τέλμα.
Οι αναγκαίες πολιτικές υπερβάσεις για την αξιολόγηση και τα σημαντικά εμπόδια.
Η κυβέρνηση δυσκολεύεται να τετραγωνίσει τον κύκλο στο θέμα των συντάξεων. Η κυβέρνηση θέλει η προσωπική διαφορά να αρθεί σταδιακά σε βάθος τετραετίας αρχής γενομένης το 2020. Οι θεσμοί όμως, εκτιμούν ότι τότε είναι πιθανό να υπάρχει νέα κυβέρνηση και άρα η πρόταση είναι αναξιόπιστη…
Άλλωστε, όπως έχει πει και ένας Υπουργός «ποιος ζει ποιος πεθαίνει…»
Ένα σημαντικό μέτωπο διαφωνίας είναι τα εργασιακά. Η κυβέρνηση επιδιώκει πλέον σαφώς μία πολιτική λύση στο ζήτημα και για αυτό κάνει λόγο για ευρωπαϊκές καλές πρακτικές που πρέπει να ακολουθηθούν στο συγκεκριμένο ζήτημα. Το θέμα όμως, δεν αφορά εν προκειμένω μόνο τους ευρωπαίους, αλλά κυρίως το ΔΝΤ που είναι σε διαφορετική γραμμή.
Η αξιολόγηση έχει εξελιχθεί σε ένα λάθος μέτωπο αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με τους θεσμούς. Μέχρι το τέλος του προγράμματος δεν υπάρχει στην ατζέντα η λήψη άλλων μέτρων. Αν η κυβέρνηση ολοκλήρωνε εδώ και μήνες την αξιολόγηση, θα μπορούσε να ελπίζει σε καλύτερες ημέρες…
Εν τω μεταξύ, οι τράπεζες πιέζονται πλέον εμφανώς. Μία πίεση που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται φανερή στην οικονομία, η οποία ξαναγύρισε σε αρνητικό έδαφος το τελευταίο τρίμηνο του 2016, στον αριθμό των εγγεγραμμένων ανέργων που ανέβηκε στο υψηλότερο ποσοστό της 7ετίας, στα κόκκινα δάνεια, στις καταθέσεις, που μειώνονται κλπ.
To καλύτερο σενάριο είναι το κλείσιμο της αξιολόγησης στα τέλη του Μαΐου ( 22 Μαΐου είναι το τακτικό Eurogroup) αφού προκύψει κάποιο θετικό σημάδι στην Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον στις 21-23 Απριλίου καθώς τότε αναμένεται να διεξαχθούν οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό όμως, κρίνεται εξαιρετικά ως μία εξαιρετικά φιλόδοξη υπόθεση. Γιατί, όπως, τόνισε και ο Ντάισελμπλουμ, “πρώτα πρέπει να υπάρξει πλήρης συμφωνία σε όλα τα θέματα με την ελληνική κυβέρνηση στο πακέτο που αφορά τις μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό, το συνταξιοδοτικό και την αγορά εργασίας. Μετά θα πάμε στο θέμα των πλεονασμάτων και του χρέους”.
Έτσι, αν τα πράγματα παραμείνουν ακόμη στον αέρα μέχρι τη Σύνοδο του ΔΝΤ, το μόνο που μπορεί να προκύψει είναι μία ακόμα δήλωση συγκρατημένης αισιοδοξίας…και νέα παράταση.
Ακόμα όμως και αν κλείσει τότε η αξιολόγηση μπορεί να έχει κερδηθεί μία μάχη, αλλά θα απομακρυνθεί το άλλο ιερό δισκοπότηρο που είναι η ποσοτική χαλάρωση. Και αυτό γιατί η ΕΚΤ θα πρέπει να περιμένει δύο μήνες μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης για να αγοράσει ελληνικά ομόλογα, άρα το QE θα μπορέσει να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο. Άρα τα αποτελέσματα μάλλον πενιχρά…και το σημαντικότερο; Τότε θα αρχίζει βάσει προγράμματος , η τρίτη αξιολόγηση (η οποία θα έκλεινε τον Μάρτιο του 2017) κι έτσι η ποσοτική χαλάρωση θα καταστεί εκ νέου ανέφικτη!
Επιπλέον, των παραπάνω υπάρχουν και ορισμένα ακόμα σημαντικά τεχνικά καταρχάς εμπόδια που πρέπει δημιουργούν χρονικές καθυστερήσεις και καθιστούν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης μετέωρη.
Το πρώτο είναι ο ρόλος του ΔΝΤ και η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους από το Ταμείο.
Για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την Ελλάδα το ΔΝΤ θα πρέπει η έκθεση βιωσιμότητας που θα συντάξει για το χρέος να αποτυπώσει τη βιωσιμότητα του.
Αυτό για να συμβεί δεν φθάνει μόνο το πρωτογενές πλεόνασμα 3,2% που εμφάνισε το 2016 η Ελλάδα, ούτε μόνο η πιστοποίηση της Eurostat στις 24 Απριλίου.
Απαιτούνται επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και σχέδιο για την χρηματοδότηση της Ελλάδος μετά το 2018.
Δηλαδή, θα χρειάζονταν τώρα να υπάρξει γενική δέσμευση ως προς τα Μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος – επιμήκυνση και πάγωμα τόκων – δεν θα καταστήσουν βιώσιμο το χρέος της Ελλάδος, ωστόσο θα δώσουν ένα κίνητρο επαναξιολόγησης της Ελλάδος από το ΔΝΤ.
Το δεύτερο είναι το πλάνο για την χρηματοδότηση μετά το 2018.
Πως και από πού θα έχει χρηματοδότηση η Ελλάδα μετά το 2018; Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα;
Για να βγει η Ελλάδα στις αγορές θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το φθινόπωρο και η 3η αξιολόγηση!
Να έχει ήδη δοκιμάσει η χώρα την έξοδο στις αγορές.
Να έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ή να δοθεί παράταση στη λήξη του 3ου Μνημονίου υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα δαπανηθούν και τα 86 δισεκ. του.
Η χώρα θα βρεθεί πιθανόν στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να δει το πρώτο εξάμηνο το 2017 να έχει χαθεί οριστικά.
Οι βουλευτικές μετεγγραφές και οι γενετικές παρεκκλίσεις.
Ως στοιχείο κεντρικής στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ το τελευταίο χρονικό διάστημα, επανέρχεται η προσπάθεια «διεύρυνσης» της κοινοβουλευτικής ομάδας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης μέσω της ένταξης σε αυτήν, βουλευτών που πρόσφατα ανεξαρτητοποιήθηκαν από άλλα κόμματα και κυρίως από το Ποτάμι.
Προβλήθηκε μάλιστα ως ευδιάκριτος στόχος της συγκεκριμένης στρατηγικής, η ανάδειξη της ΔΗΣΥ σε 3η δύναμη του κοινοβουλίου, παρά την κατάταξη που έλαβε στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Στην πορεία κατάκτησης του στόχου, η ΔΗΣΥ εντάσσει στην κοιν. ομάδα της στις 13 Ιανουαρίου τον βουλευτή Ροδόπης Ιλχάν Αχμέτ, λίγες μόλις ώρες μετά την ανεξαρτητοποίηση του από το Ποτάμι, με το οποίο είχε διεκδικήσει και λάβει την ψήφο των πολιτών. Την ανεξαρτητοποίηση (για λίγες ώρες) του κ. Αχμέτ ακολούθησε η ανεξαρτητοποίηση κι άλλου βουλευτή του Ποταμιού, του κ. Μπαργιώτα, για λόγους που αφορούν βέβαια κυρίως το Ποτάμι αλλά όπως φαίνεται από τις δημόσιες παρεμβάσεις και τοποθετήσεις που ακολούθησαν, μάλλον καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε και ο συμβολισμός της άμεσης απορρόφησης του συναδέλφου του.
Με αφορμή την εν λόγω μετεγγραφή, άλλες παρόμοιες περιπτώσεις λοιπών βουλευτών και κομμάτων, καθώς και τις κυοφορούμενες ενδοκοινοβουλευτικές μετεγγραφές, πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν σχετικά με την ηθική διάσταση του ζητήματος και του μηνύματος που εκπέμπεται προς την κοινωνία και τους πολίτες.
Το θέμα έχει ένα ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον για την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, καθώς το ζήτημα διαπερνά βαθιά το DNA της δημοκρατικής παράταξης.
Σε σύντομο διάστημα από την ίδρυση του το ΠΑΣΟΚ, κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και πορευόμενο …καλπάζοντας προς τις εκλογές του 1977, είχε ήδη γίνει ένα αρκετά ελκυστικό κόμμα για βουλευτές προερχόμενους από την …φυλλοβόλα Ένωση Κέντρου (μετέπειτα ΕΔΗΚ) οι οποίοι εναγωνίως ζητούσαν κάποια ασφαλέστερη και δυναμικότερη κομματική στέγη. Όμως, η γονιδιακή σχέση του ΠΑΣΟΚ, του ηγέτη του και πολλών ιδρυτικών στελεχών του, με τα γεγονότα της αποστασίας του 1965 καθώς και άλλων φαινομένων πολιτικής ανωμαλίας και συναλλαγών στις τάξεις της κοινοβουλευτικής ομάδας της δημοκρατικής παράταξης, επέβαλαν έναν απαρέγκλιτο ηθικό κανόνα: ΚΑΝΕΝΑΣ εκλεγμένος το 1974 με την Ένωση Κέντρου βουλευτής που έχει ανεξαρτητοποιηθεί, όχι μόνο δεν θα ενταχθεί στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, αλλά ούτε καν στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ, των εκλογών του 1977! Από όσους μάλιστα δεν εξελέγησαν το 1977, κάποιοι εισέρχονται στο ΠΑΣΟΚ μόνο από τον Φλεβάρη του 1978 και μετά. Ακόμα και από τους εκλεγέντες του 1977, μόνο ο Στέλιος Παπαθεμελής προσχωρεί στο ΠΑΣΟΚ και εκλέγεται το 1981, αλλά αφού προηγουμένως πέρασε από το ΚΟΔΗΣΟ. Έχουμε ακόμα την περίπτωση του Γεωργίου Μαύρου και την εκλογική συνεργασία στις εκλογές του 1981, με τη συμπερίληψή του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, στο ευρωψηφοδέλτιο του 84 και ξανά στο Επικρατείας το 85 (και πάλι σαν ανεξάρτητος συνεργαζόμενος). Το 1985 επιπλέον με το ΠΑΣΟΚ συνεργάζεται και η ΕΔΗΚ, με την συμπερίληψη του Ζίγδη στις λίστες του κόμματος και τέλος από τους εκλεγέντες με την ΕΔΗΚ το 77 στο ΠΑΣΟΚ προσχώρησε στη συνέχεια και ο Κ. Μπαντουβάς, αλλά μετά τις εκλογές του 1981. Εξελέγη δε βουλευτής Ηρακλείου το 1985. [1].
Πριν από κάθε επίκληση, λοιπόν, συμβόλων, προσώπων …λαβάρων, ιερών και οσίων και πάνω από κάθε επίδειξη κομματικού πατριωτισμού και μονοπωλιακής λογικής και σε έννοιες και ιδέες, καλό είναι να προηγείται η μελέτη, η αντίληψη, η γνώση και κυρίως ο σεβασμός στην ιστορία και τις αξίες μιας πολιτικής παράταξης.
Καρποφόρο δέντρο… χωρίς ρίζες.
Άλλη μια αντίστοιχη πρακτική απομάκρυνσης από την ιστορική συνέχεια της δημοκρατικής παράταξης, αποτελεί και η ατολμία προάσπισης θεμελιωδών στοιχείων καταγεγραμμένης προσφοράς και κυβερνητικού έργου του παρελθόντος, από τους φορείς εκπροσώπησης του χώρου, κυρίως το ΠΑΣΟΚ και λιγότερο το Ποτάμι.
Όσοι αναζητούν τους λόγους της συνεχούς (εκλογικής και δημοσκοπικής) συρρίκνωσης των σχημάτων του χώρου και τις πανταχόθεν απώλειες ψηφοφόρων, δεν μπορούν να μην συνδέουν την κατάληξη αυτή με την στρατηγική σιωπής ή ουδετερότητας σε στοχευόμενες επιθέσεις δυνάμεων -και από τις δύο πλευρές που πολιτικού άξονα με – κατά κύριο λόγο -λαϊκίστικη αναφορά – σε συγκεκριμένα πρόσωπα και κυβερνητικές περιόδους του ΠΑΣΟΚ που έχουν συνδέσει το όνομα τους με μια σειρά από τομές και μεταρρυθμίσεις, με πολιτικό κόστος φυσικά, αλλά και τεράστια συνεισφορά στον εκσυγχρονισμό και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας από την δεκαετία του ’80 μέχρι και την αντιμετώπιση της μεγάλης οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια.
Η πορεία ενοποίησης ενός χώρου του οποίου η ιστορία έχει αποδείξει πως τα σχήματα εκπροσώπησής του έρχονται και παρέρχονται και πολύ περισσότερο η επαναφορά της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας στην κυρίαρχη και πλειοψηφούσα θέση της στον πολιτικό άξονα, περνάει απαρέγκλιτα μέσα από την σύνδεση της με την διαχρονική προσφορά και πορεία της στην σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου.
Ιστορία που συνδέεται με συγκεκριμένα πρόσωπα, νομοθετικές παρεμβάσεις και στρατηγικές αποφάσεις. Διαφορετικά θα πρόκειται για δέντρο δίχως ρίζες, ευάλωτο κι εκτεθειμένο σε κάθε είδους προσέλκυση και υπόταξη, ως συμπληρωματική δύναμη ή παρακολούθημα.
Η πολιτική οικογένεια της ευρύτερης κεντροαριστεράς στην Ευρώπη αλλάζει.
Ο ουσιαστικός νικητής στις εκλογές στην Ολλανδίας ήταν ένας 30χρονος (ο πατέρας του οποίου έχει ρίζες από το Μαρόκο και η μητέρα του από την Ινδονησία) που ηγείται του κόμματος των Πρασίνων.
Ο Γιέσε Κλάβερ, κατάφερε να «απογειώσει» την παράταξη και να προσθέσει 10 έδρες εξασφαλίζοντας συνολικά 14 θέσεις στο ολλανδικό κοινοβούλιο. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου κατέγραψε τις μεγαλύτερες, σε πλήθος, συγκεντρώσεις.
Από την άλλη η έκπληξη στη Γαλλία, ο Εμ. Μακρόν, τέμνει τις παραδοσιακές και παρωχημένες διαχωριστικές γραμμές αριστεράς και δεξιάς και διαμορφώνει ένα ενδιαφέρον αφήγημα που δεν είναι ένα απλό συμπίλημα, αλλά μία νέα ματιά στα σύγχρονα προβλήματα.
Δύο ισχυρά παραδείγματα και για την ελληνική κεντροαριστερά που ψάχνει το δικό της όραμα και τη δικιά της νέα – και ηλικιακά – ηγετική φυσιογνωμία.
Γιάννης Μαστρογεωργίου, Διευθυντής Δικτύου
Γιώργος Παπούλιας, Πολιτικός Επιστήμονας – Συνεργάτης Δίκτύου
[1] Τα στοιχεία περιλαμβάνονται στην μελέτη «Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΩΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1974-1981, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΟΚ» του Δρ. Παναγιώτη Κουστένη, Πολιτικού Επιστήμονα – Εκλογολόγου, Επιστημονικού συνεργάτη του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών Παντείου Πανεπιστημίου