Μεταξύ προπαγάνδας και πραγματικότητας
Έως το 2009 η υπόθεση των στατιστικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας ήταν μία πονεμένη ιστορία με θύματα την αξιοπιστία της υπηρεσίας και κατ επέκταση των ελληνικών κυβερνήσεων. Η απώλεια της εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους της συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην έξαρση της κρίσης στα πρώτα της βήματα.
Είθισται η εμπιστοσύνη όταν χάνεται στη διεθνή οικονομία δύσκολα να αποκαθίσταται… παρόλαυτά η Κυβέρνηση Παπανδρέου και ο πρώην ΥΠΟΙΚ Γ. Παπακωνσταντίνου έθεσαν τη λειτουργία της Ελληνικής Υπηρεσίας σε νέες βάσεις. Από τότε το αίσθημα εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους ως προς τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας δεν αμφισβητείται ουσιαστικά – το ΔΝΤ βέβαια διατηρεί επιφυλάξεις – αλλά ένα νέο φαινόμενο παρατηρείται. Η επιλεκτική ανάδειξη στοιχείων της ελληνικής οικονομίας εκ μέρους της Κυβέρνησης, ώστε να ωραιοποιείται υπέρ το δέον μία καταφανώς δύσκολη κατάσταση.
Ενώ, λοιπόν, η Κυβέρνηση διατείνεται ότι η οικονομία όχι μόνο αντέχει, αλλά ανακάμπτει παρουσιάζοντας τους αριθμούς για το έλλειμμα, η πραγματική εικόνα είναι διαφορετική. Ενδεικτικά παρουσιάζουμε:
-ΑΕΠ -1,54 δισ €
-Γενικό έλλειμμα +6,3 δισ €
-Πρωτογενές έλλειμμα (από πρωτογενές πλεόνασμα το 2014) 6 δισ €
-Δαπάνες κυβέρνησης +7,5 δισ €
-Έσοδα κυβέρνησης +1,2 δισ € αλλά με εκτίναξη των φόρων και με εισπράξεις από την ΕΕ
-Χρέος -8,3 δισ €. Ένα καλό στοιχείο που όμως δεν οφείλεται σε τίποτε άλλο από την επιστροφή των 10 δισ € του ΤΧΣ και από το ότι την περίοδο της πρώτης διαπραγμάτευσης, πληρώναμε το χρέος με τα ταμειακά διαθέσιμα.
Λένε πολλοί ότι η στατιστική είναι ο πιο επιστημονικός τρόπος για να πεις ψέμματα…σε κάθε περίπτωση για να κρίνει κάποιος την ελληνική οικονομία, πρέπει να αποτυπώνει τα στοιχεία ολόκληρης της εικόνας και όχι μεμονωμένες ψηφίδες της.
Ο χρόνος είναι χρήμα (time is money)
Οι ευθύνες της ελληνικής Κυβέρνησης για την ανησυχητική πλέον για την πορεία της οικονομίας καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης είναι αδιαμφισβήτητες.
Ενώ συμφώνησε και υπέγραψε πέρυσι συγκεκριμένα μέτρα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, δεν τα τήρησε, χρονοτριβώντας για την πρώτη αξιολόγηση η οποία έπρεπε να είχε κλείσει πριν… έξι μήνες ή για να είμαστε πιο ακριβείς εδώ και 2 χρόνια, και με τη ρευστότητα πάλι να βρίσκεται στα όρια. Από εμπλοκή σε εμπλοκή, το μόνο που κερδίζει η χώρα είναι να γονατίζει όλο και περισσότερο οικονομία, οι επενδύσεις και οι επιχειρήσεις με 40. 200 λουκέτα μέσα σε 17 μήνες, ενώ τα capital controls που θα αίρονταν στο πρώτο εξάμηνο του 2016, φαίνεται πως θα αποτελέσουν μία σίγουρη δικλείδα αποτροπής της φυγής των καταθέσεων.
Παράλληλα, η ανάσα από την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έχει σχεδόν εξαντληθεί, δημιουργώντας τις συνθήκες για μία νέα ανακεφαλαιοποίηση – κάτι για το οποίο το ΔΝΤ έχει προειδοποιήσει από τον Ιανουάριο – με το κούρεμα καταθέσεων το οποίο απεσοβήθη το 2015, να είναι πλέον υπαρκτή απειλή.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν την εμπλοκή που έχει προκύψει ( αφού τα μέτρα των 5,4 δισ. έχουν συμφωνηθεί, αλλά ελέω ρήξης για τα μέτρα-κάβα η προσοχή των πολιτών έχει στραφεί αλλού…) η εκτίμηση μας είναι ότι πρόκειται για έναν ακόμα προπαγανδιστικό κυβερνητικό ελιγμό.
Τα 3,6 δισ. ευρώ αφορούν την περικοπή δαπανών του σκληρού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Το δημόσιο. Μισθοί, συντάξεις, απολύσεις και αυτό που λένε στο ΔΝΤ ως «μισθολογικό κόστος». Και ενώ η Κυβέρνηση διατείνεται ότι αυτά δεν μπορούν να γίνουν, ξεχνάμε όλοι ότι έχουν υπογραφεί από το καλοκαίρι. Συγκεκριμένα, στο κείμενο της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου του 2015 αναφέρεται πως τα μέτρα περιλαμβάνουν «την πλήρη θεσμοθέτηση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου για τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική με πρόβλεψη για αυτόματες περικοπές δαπανών σε περίπτωση αποκλίσεων από τους στόχους του φιλόδοξου πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού, με την έγκριση των δανειστών». Με απλά λόγια, η Κυβέρνηση έχει συμφωνήσει από το καλοκαίρι πως κάθε φορά που δεν επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι θα μπαίνει αυτόματος κόφτης στις δαπάνες, όχι όπως επιλέξει η κυβέρνηση, αλλά όπως θα επιλέγουν οι Θεσμοί.
Εν προκειμένω και σύμφωνα με την ελληνική πρόταση, ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών θα έχει τη δυνατότητα να εξαιρέσει από τις περικοπές κάποιους κωδικούς όπως για παράδειγμα οι συντάξεις, αρκεί να καλύπτονται με ισοδύναμα μέτρα οι όποιες τρύπες δημιουργούνται. Όμως, οι Θεσμοί δύσκολα θα αφήσουν τις περικοπές στην επιλογή του εκάστοτε ΥΠΟΙΚ. Το υπογραμμίζει, άλλωστε, η συμφωνία, ότι οι όποιες περικοπές θα γίνονται με την σύμφωνη γνώμη των εταίρων. Για αυτό το ΔΝΤ επιμένει ότι θα γίνονται αυτόματες περικοπές μισθών και συντάξεων, χωρίς να υπάρχει παρέμβαση από την πλευρά του υπουργού Οικονομικών. Αυτό που χρειάζεται είναι να δοθεί το πράσινο φως στο Δημοσιονομικό Συμβούλιο να πράξει το έργο του.
Η νέα αυτή κυβερνητική παράσταση στήνεται μάλιστα τη στιγμή που το ΥΠΟΙΚ αποστέλλει στην Κομισιόν το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων που αριθμεί 89 σελίδες, καταγράφοντας τη ρητή δέσμευση της Κυβέρνησης για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Το ΥΠΟΙΚ αναφέρει ότι η Ελλάδα θα στοχεύσει σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ. «Οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν μέσω του συνδυασμού εμπροσθοβαρών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, ενός φιλόδοξου προγράμματος για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, καθώς και της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προς τόνωση της ανάπτυξης – ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται επαρκής προστασία των ευπαθών ομάδων».
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω είναι απορίας άξιο πού ακριβώς έγκειται η νέα εμπλοκή. Η για να το πούμε με άλλα λόγια, είναι σαφές ότι η νέα εμπλοκή δεν έχει να κάνει σε τίποτε με την αποδοχή των όρων του Μνημονίου από την Κυβέρνηση, αλλά με τις πολιτικές ισορροπίες. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν οι Θεσμοί δείξουν διάθεση μετριασμού ή παράκαμψης των απαιτητικών δεσμεύων της χώρας, αυτό θα γίνει άπαξ και μετά την ολοκλήρωση της εκκρεμότητας με τη Μ. Βρετανία, η Ελλάδα θα αντιμετωπίζεται χωρίς καμία περαιτέρω διάθεση κατανόησης.
Ο πνιγμένος ευρωσοσιαλιστής από τα μαλλιά του λαϊκισμού πιάνεται
Έχουμε κατά καιρούς ασχοληθεί με το κακόγουστο και ανυπόστατο επί της ουσίας της πολιτικής, συνοικέσιο μεταξύ Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και ΣΥΡΙΖΑ. Η πάγια άποψη μας είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε μπορεί ούτε θέλει να ανήκει στην Σοσιαλιστική Ομάδα της Ευρώπης, ενώ οι ευρωπαίοι προσπαθούν απεγνωσμένα να αρθρώσουν ριζοσπαστικό λόγο ασπαζόμενοι κούφιες θεωρίες της άκρας αριστεράς.
Νέο κρούσμα στήριξης στο ΣΥΡΙΖΑ προήλθε από τον επικεφαλής των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωκοινοβούλιο, Τζ. Πιτέλλα που δήλωσε ότι στηρίζει τον Τσίπρα απέναντι στους εκβιασμούς των «γερακιών». Ανεξαρτήτως ειλικρινούς ή όχι στήριξης, η εξέλιξη αυτή θα έχει συνέπειες στην ελληνική πολιτική σκηνή. Το ΠΑΣΟΚ θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, καθώς η Κυβέρνηση προφανώς θα του θέσει το δίλημμα κατά πόσο συντάσσεται με την ευρωπαϊκή σοσιαλιστική οικογένεια ή συνεχίζει την αντιπολιτευτική στάση προς το ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας λαβή για σχόλια – εγχώρια και από την Ευρώπη – περί ταύτισης με το ΔΝΤ.
Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει για μια ακόμα φορά την εγγενή αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αποτελέσει την αξιόπιστη εναλλακτική προοδευτική πρόταση. Μια πρόταση που θα πείθει τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος, πως η ελληνική σοσιαλδημοκρατία δεν εξαντλείται στην συγκυριακή άνοδο και απότομη προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδομένα μιας λαϊκίστικης μερίδας της αριστεράς, αλλά αποτελεί μια πλατύτερη, μεταρρυθμιστική παράταξη με ριζοσπαστισμό αλλά και μετριοπάθεια, που υποστηρίζεται από μια ιστορικά μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία. Τόσο η σημερινή εικόνα «απομόνωσης» όσο και τα μελλοντικά ακόμη πιο επιτακτικά διλήμματα που θα τεθούν από την ευρύτερη ευρωπαϊκή «πολιτική οικογένεια», θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, εάν είχαν επισπευσθεί οι διαδικασίες συγκρότησης ενός νέου σχήματος το οποίο θα πορευόταν ταυτόχρονα με την ιστορική συνέχεια, αλλά και τη σύγχρονη αναγκαιότητα, στην κάλυψη του μεγάλου πολιτικού κενού που καταγράφουν τόσο οι δημοσκοπήσεις όσο και τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα. Η εμμονή σε στρατηγικές επιβίωσης ή απλής κοινοβουλευτικής παρουσίας, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην απίσχνανση της πολιτικής επιρροής ή στην – ακούσια ή όχι – ενσωμάτωση στον ανορθόδοξα δομημένο λαϊκιστικό πόλο.
Ρήγματα στην ΕΕ
Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Αυστρία είναι ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα της ακροδεξιάς ανόδου. Μία εξέλιξη με προφανείς συνέπειες για το πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης. Αν δούμε τον ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη θα διαπιστώσουμε ότι η ακροδεξιά στην ΕΕ έχει αξιοσημείωτη παρουσία σε αρκετές χώρες, με βάση τα αποτελέσματα των Εθνικών εκλογών:
13% στη Σουηδία οι Sweden Democrats
18% στη Φινλανδία οι Finns
21% στη Δανία το Danish People s party
10% στην Ολλανδία το Freedom Party
4,7% στη Γερμανία το Alternative for Germany
14% στη Γαλλία το National Front
21% στην Αυστρία το Austria Freedom Party
8% στη Σλοβακία το Our Slovakia
21% στην Ουγγαρία το Jobbik
29% στην Ελβετία το Swiss People s party
4% στην Ιταλία το Northern League
7% στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή
12, 6 % στην Μ. Βρετανία το UKIP
37,6% στην Πολωνία το PiS
Η δημοσιονομική πίεση, η αναιμική ανάπτυξη, η απαισιοδοξία που αποπνέει η ΕΕ οδηγούν τους πολίτες σε αντισυστημικές επιλογές.
Δεν είναι σύνηθες στην ιστορία των δηλώσεων από ευρωπαίους αξιωματούχους να συμπίπτουν οι δηλώσεις σημαντικών παραγόντων στην ένταση και την πυκνότητα των ανησυχητικών σχολίων για το μέλλον και την εξέλιξη της Ένωσης.
Ο φιλόδοξος Υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας Μακρόν, ο Ιταλός Πρωθυπουργός Ρέντσι, ο πρώην Ιταλός Πρωθυπουργός Μόντι κ.α. έχουν προβεί σε προειδοποιητικά μηνύματα για την πορεία της ΕΕ. «Ανησυχώ για την πιθανότητα να καταρρεύσει η Συνθήκη Σένγκεν. Χωρίς αυτή η ευρωπαϊκή ταυτότητα τίθεται σε κίνδυνο», δήλωσε τη Μ. Τετάρτη ο Ιταλός Πρωθυπουργός. Ο Γάλλος Υπουργός Μακρόν, δήλωσε: «Υπήρξε μία γενιά ηγετών που θεμελίωσε την Ευρώπη και μία δεύτερη που την ανέπτυξε. Κατόπιν ακολούθησαν εκείνοι που βρέθηκαν αντιμέτωποι με την οικονομική κρίση και με νέους διεθνείς κινδύνους, έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Σήμερα, όμως, αν η Ευρώπη δεν αντιδράσει στις παγκόσμιες προκλήσεις θα διαλυθεί».
Ο δε Μ. Μόντι ανέφερε ότι «η ΕΕ διανύει μία κρίση που για πρώτη φορά οδηγεί εμένα και αρκετούς ακόμη να σκεφτούμε μήπως κινούμαστε προς τη διάλυση της»
Δεν θα σταθούμε στην ουσία των εκτιμήσεων αυτών, καθώς το ΔΙΚΤΥΟ έχει εκφράσει εδώ και χρόνια την άποψη ότι η ΕΕ πρέπει να μεταρρυθμιστεί ουσιαστικά σε μία πραγματική Ένωση που θα δυναμώσει τον υπερεθνικό πυρήνα, διασφαλίζοντας παράλληλα το ρόλο των Κρατών Μελών, γιατί ισχυρά Ευρωπαϊκά Κράτη χωρίς ισχυρή Ένωση δύσκολα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο διεθνές περιβάλλον κατανομής ισχύος. Αυτό που κρατάμε από την ανησυχία των ευρωπαίων είναι η παντελής απουσία της Ελλάδος από κάθε συζήτηση που τα νέα δεδομένα στην ΕΕ διαμορφώνουν.