Έξι χρόνια σοβεί η οικονομική κρίση και η ζώνη του ευρώ εξακολουθεί να αποτελεί ατελή νομισματική ένωση. Τα έκτακτα μέτρα που λήφθηκαν έχουν σταματήσει την ελεύθερη πτώση, οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν- σχετικά – ηρεμήσει και η συρρίκνωση της οικονομίας φαίνεται να ολοκληρώνεται. Όμως, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές της κρίσης, ένα όραμα, μία ιδέα, για μια στενότερη σχέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΟΝΕ, μία ανάγκη υπέρβασης της κρίσης μέσα από μία εγγύτερη σχέση αλληλεγγύης και προωθητικής ανάτασης, ήταν συνεχώς παρούσα.
Προτάσεις για ισχυρότερες οικονομικές δομές που θα κλείσουν τα κενά στη νομισματική Ένωση, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη πολιτική αλληλεγγύη. Το όραμα πήγαινε μακριά. Μια δημοσιονομική ένωση με τους απαραίτητους οικονομικούς μηχανισμούς απορρόφησης κραδασμών, ένας πραγματικός και υπερβατικός κοινοτικός προϋπολογισμός της ΕΕ, δημοσιονομικές μεταβιβάσεις,
Ευρωομόλογα, κοινή ασφάλιση καταθέσεων, ένα ταμείο για τη στήριξη της εξυγίανσης τραπεζών, ήταν κάποια από τα οραματικά συστατικά. Κάποια από αυτά έγιναν, κάποια δρομολογούνται. Μένει όμως, ακόμα το πιο βασικό που έχει επανειλημμένως αναβληθεί, η ρεαλιστική, δηλαδή, προοπτική μίας πολιτικής συναίνεσης για το μέλλον της δομής, μίας πιο ανθεκτικής ΟΝΕ και της περαιτέρω ενίσχυσης της με πυλώνες τη λογοδοσία και την αποτελεσματικότητα, που θα οδηγήσει τελικώς στην Ιθάκη της πολιτικής Ένωσης.
Η συνέχιση ύπαρξης μίας ατελούς ΟΝΕ δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη.
Η ζώνη του ευρώ έχει να υπερβεί ένα βασικό εμπόδιο. Το επόμενο βήμα σε μια πλήρη νομισματική ένωση απαιτεί τη μεταβίβαση της εθνικής δημοσιονομικής, φορολογικής κυριαρχίας – και κατ επέκταση της πολιτικής κυριαρχίας – ώστε να
επιτευχθεί μία αποτελεσματική ομοσπονδία.
Παρά τα πάνω από 50 χρόνια εξέλιξης της Ευρώπης ως Κοινότητας και κατόπιν ως Ένωσης, ο στόχος της ομοσπονδίας, έχει παραμείνει άπιαστος. Έξι χρόνια
η κρίση δεν κατάφερε να υποχρεώσει τις κυβερνήσεις να υπερβούν τον εφιάλτη του πολιτικού κόστους των αναγκαίων επιλογών. Γι ‘αυτό το λόγο, παρά την οικονομική θεραπεία, η ασθένεια αντέχει.
Τα οικονομικά μέτρα έκτακτης ανάγκης για τη στήριξη των προβληματικών δημοσιονομικών των Κρατών, κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν αναμφισβήτητα μια σημαντική πολιτική επιτυχία και έκανε πιο αργή και ομαλή την ελεύθερη πτώση που είχε το οικοδόμημα στην αρχή της κρίσης. Από την άλλη όμως, εισήγαγε νέες αδυναμίες. Ειδικότερα, η πολιτική της παροχής κρατικών δανείων για την εξόφληση των ιδιωτών πιστωτών που ακολουθείται από την εκ νέου ανάγκη κουρέματος του δημοσίου χρέους, έχει σπείρει τους σπόρους μελλοντικών προβλημάτων.
Η υπέρβαση που δεν έγινε
Στις 9 Μαΐου 1950, ο Robert Schuman, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας,
κάλεσε την Ευρώπη να αποδεχθεί το όραμα της Ομοσπονδίας. Παρακινημένος από τον επείγοντα χαρακτήρα της διατήρησης της παγκόσμιας ειρήνης, με την έκκλησή του ήταν ταυτόχρονα και οραματιστής και ρεαλιστής. Ο ίδιος προειδοποίησε ότι η Ευρώπη «δεν θα δημιουργηθεί μονομιάς» και μίλησε για «συγκεκριμένα μέτρα» για να χτιστεί μία Ομοσπονδία «de facto αλληλεγγύης».
Το 1970, μια ομάδα εμπειρογνωμόνων με επικεφαλής τον Pierre Werner, πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου, συνέταξε ένα σχέδιο για μια Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση. Ο Peter Kenen υποστήριξε το 1969 ότι μια νομισματική ένωση χρειάζεται μια δημοσιονομική ένωση που θα υποστηρίξει τα κράτη μέλη όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα οικονομικής ύφεσης.Ενώ η έκθεση Werner πρότεινε ένα εντυπωσιακό άλμα σε ένα ενιαίο νόμισμα, όριζε ότι δεν θα υπάρξει δημοσιονομική ένωση. Η απαίτηση αυτή έγινε αποδεκτή στην ακαδημαϊκή και πολιτική σφαίρα. Ωστόσο, ούτε ο Werner ούτε η (πολύ αργότερα) έκθεση Delors περιέχει κάτι επ αυτού, όπως είδαμε. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Η δημοσιονομική κυριαρχία είναι το σύμβολο της πολιτικής κυριαρχίας και δεν υπήρχε βούληση από κανέναν να την παραδώσει. Αυτό το βασικό πλαίσιο δεν έχει αλλάξει από την έναρξη της κρίσης.
Προφανώς, αυτό ήταν μια αναγνώριση της πολιτικής πραγματικότητας και των πολιτικών αντοχών της εποχής.
Η Έκθεση Delors που ακολούθησε, το 1989 ήταν παρόμοια ρεαλιστική και ως εκ τούτου δεν περιείχε τη δυναμική της περαιτέρω ενοποίησης.
Έτσι, για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, από την έκθεση Werner έως την έναρξη της κρίσης το 2008, το τεκμήριο ήταν ότι η εθνική δημοσιονομική και φορολογική κυριαρχία δεν θα εκχωρούνταν σε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία.
Η ιδέα της Ομοσπονδίας, ωστόσο, είναι συνεχώς επίκαιρη στο δημόσιο λόγο, καθώς η ζώνη του ευρώ αντιμετωπίζει την ανάγκη για σημαντικές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των ΚΜ. Αλλά οι προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση είναι προσεκτικές. Η Έκθεση των 5 Προέδρων για τη δομή της ΟΝΕ που συνέπεσε με τη νέα κρίση στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση για τη διακυβέρνηση της ΟΝΕ και ήδη έχουν διαμορφωθεί οι διαφορετικές απόψεις
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι τα τελευταία 6 χρόνια, κάθε φορά που υπήρξε μια πρόταση να καθιερωθεί ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, εκείνη έπεσε στο κενό. Αυτή ήταν πχ η μοίρα των ευρωομολόγων (σε πολλές παραλλαγές τους).
Τα χρόνια της κρίσης
Μεταξύ 2010 και 2014, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) πέρασε
μια σειρά μεταρρυθμίσεων: η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) ως βραχίονα οικονομικής βοήθειας της ζώνης του ευρώ, αλλά και ως ένας πραγματικά νέος θεσμός, η υιοθέτηση του six pack και του two pack, τα νομοθετικά, δηλαδή, πακέτα που στοχεύουν στην ενίσχυση και διεύρυνση του μηχανισμού επιτήρησης, μια νέα Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό
και τη Διακυβέρνηση (ΣΣΣΔ), που ενισχύει την προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η έναρξη μιας τραπεζικής ένωσης μεταξύ των χωρών της ΟΝΕ. Ποτέ πριν στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), δεν είχαν εισαχθεί τόσες πολλές μεταρρυθμίσεις μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Δύο χρόνια ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση αυτής της μεγάλης νομοθετικής προσπάθειας, λίγοι πολιτικοί θα τολμούσαν να πουν ότι η «αποστολή εξετελέσθη».
Στην πρώτη του ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Jean- Claude Juncker, ως υποψήφιος ακόμη για την προεδρία της Επιτροπής, δεσμεύτηκε να συνεχίσει τη μεταρρύθμιση της ΟΝΕ, αντλώντας έμπνευση από την έκθεση των τεσσάρων Προέδρων του 2012 και από το σχέδιο της Επιτροπής του 2012 για μία βαθειά και γνήσια ΟΝΕ. Ο Mario Draghi, ο πρόεδρος τόνισε επίσης τον ελλιπή χαρακτήρα της ΟΝΕ κατά καιρούς. Σε ομιλία του τον Ιούλιο του 2014 υπογράμμισε την σημασία για «κάποια μορφή κοινής διακυβέρνησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων …διότι το αποτέλεσμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν αφορά απλώς μια χώρα και το δικό της συμφέρον, αλλά αφορά το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου . Αλλά και στο Jackson Hole σε ομιλία του στις 22 Αυγούστου 2014 κάλεσε σε μια συζήτηση σχετικά με τη γενική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ.
Οι ακαδημαϊκοί και αρκετά ιδρύματα έχουν επίσης συμβάλει στη συζήτηση, καθώς και διάφορες ομάδες, που προβάλουν μια σειρά από σχέδια για μια γνήσια ΟΝΕ, (Enderlein, Allard et al., Glienicker Gruppe, Eiffel Group, Piketty και Rosanvallon, Vallée, Πίκφορντ, Steinberg, Otero-Ιglesias, Enderlein και Fritz-Vannahme)
που συνδυάζουν σε διάφορες αναλογίες το καθένα, τα διάφορα συστατικά της περαιτέρω ένωσης και τις θεσμικές συνέπειες που θα προκύψουν από την υιοθέτηση τους. Διαφορετικές επιστημονικές αφετηρίες, άλλωστε, προκαλούν και διαφορετικές εκτιμήσεις για το τι θα πρέπει να γίνει στο υφιστάμενο πλαίσιο. Παρόλαυτά εντοπίζονται κάποια κοινά στοιχεία στις παραπάνω μελέτες – προτάσεις, όπως η δημοσιονομική ένωση, ένας κοινός προϋπολογισμός των χωρών της ΟΝΕ, μια διαδικασία επίλυσης για το δημόσιο χρέος, ο συντονισμός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της κινητικότητας της εργασίας κλπ. Σημαντικό κομμάτι των ανωτέρω προτάσεων είναι η έμφαση στη λογοδοσία και τη δημοκρατική νομιμοποίηση που θα πρέπει να συνοδεύει τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στο κεντρικό επίπεδο.
Στο άλλο άκρο του φάσματος, άλλοι αναλυτές υποστηρίζουν αντίθετα, ότι η Ευρώπη έχει ήδη πάει πολύ μακριά και ότι η προσθήκη επιπλέον αρμοδιοτήτων σε εκείνες που έχουν ήδη μεταφερθεί στο κεντρικό επίπεδο, θα συνιστά απλώς μια απατηλή λύση (Mody 2013). Θα συνιστούσαν μάλλον, την αποσυναρμολόγηση του υπάρχοντος πλέγματος των διαδικασιών εποπτείας και την απλούστευση της ισχύουσας αρχιτεκτονικής ριζικά, δίνοντας έμφαση στην αποκέντρωση και την «ατομική» ευθύνη στα κράτη μέλη που φτάνει μέχρι και μια ενδεχόμενη πτώχευση.
Οι βασικές αδυναμίες της ΟΝΕ που αποκάλυψε η κρίση
Παρά τις προσπάθειες μεταρρύθμισης, μεσούσης της κρίσης, η παρούσα δομή της ΟΝΕ ως ένα σύστημα κανόνων και πολιτικής, πάσχει από κάποιες σημαντικές ελλείψεις που αποκαλύφθηκαν από την κρίση.
1. Η ΟΝΕ έχει γίνει υπερβολικά πολύπλοκη
2. Δρα προκυκλικά ορισμένες φορές και δεν παρέχει τη σωστή δημοσιονομική σταθεροποίηση που απαιτούν οι περιστάσεις
3. Η ΟΝΕ διαθέτει αδύναμους θεσμούς. Με την εξαίρεση της ΕΚΤ οι υπόλοιποι δρώντες, Επιτροπή, Eurogroup, κλπ δεν έχουν δείξει αντίστοιχη δυναμική και ικανότητα αντιμετώπισης της κρίσης
Τεχνοκρατικές διορθώσεις έχουν χρησιμοποιηθεί για να τροποποιήσουν τις δομές διακυβέρνησης στην ΟΝΕ και να προσθέσουν εργαλεία χρηματοδοτικών μηχανισμών για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Αλλά, επειδή έχουν συνειδητά αποφύγει το ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης, αυτές οι επιδιορθώσεις
παραμένουν αποσπασματικές και αντιπαραγωγικές. Με αυτή την έννοια, το
ευρώ δεν ήταν ποτέ ένα μέσο για την προώθηση της εξέλιξης σε μία πολιτική Ένωση και ως εκ τούτου, δεν συνιστά – όσο δεν μεταρρυθμίζεται ριζικά και ρηξικέλευθα – ένα πολιτικό project.
Οι προτάσεις του Προέδρου Γιούνκερ
Νέα ώθηση στη συζήτηση έδωσε στις 22 Ιουνίου του 2015, η έκθεση των πέντε Προέδρων, που έδωσε στη δημοσιότητα ο Πρόεδρος Γιούνκερ με τίτλο: «Η
ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης». Η έκθεση παρέχει έναν οδικό χάρτη για την «εμβάθυνση» και «ολοκλήρωση» της ΟΝΕ. Με βάση τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί για την αντιμετώπιση της κρίσης, η έκθεση των πέντε Προέδρων κάνει μια πληθώρα από προτάσεις για την ενίσχυση του πλαισίου διακυβέρνησης της ΟΝΕ και την εμβάθυνση της οικονομικής ολοκλήρωσης στη ζώνη του ευρώ. Οι πρόεδροι προτείνουν μέτρα για να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση μιας πραγματικής οικονομικής, δημοσιονομικής, χρηματοοικονομικής και πολιτικής ένωσης.
Μια επισκόπηση των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων
Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εφαρμοστούν σε δύο διαδοχικές φάσεις. Στο πρώτο στάδιο (1η Ιουλίου 2015-30 Ιουνίου 2017), τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη «θα βασιστούν σε υφιστάμενα μέσα και θα κάνουν την καλύτερη δυνατή χρήση των ισχυουσών Συνθηκών» (σελ 5). Στο δεύτερο στάδιο (μέσα 2017 – 2025), «θα συμφωνηθούν συγκεκριμένα μέτρα με περισσότερο εκτεταμένο χαρακτήρα με σκοπό να ολοκληρωθεί η οικονομική και θεσμική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ» (σελ 5).
(I) Μια πραγματική οικονομική ένωση
Όσον αφορά τον οικονομικό «πυλώνα» της ΟΝΕ, η έκθεση συνιστά σε κάθε κράτος μέλος της ευρωζώνης να δημιουργηθεί μια αρχή για την ανταγωνιστικότητα η οποία θα είναι «υπεύθυνη για την παρακολούθηση των επιδόσεων και των πολιτικών στον τομέα της ανταγωνιστικότητας» (σελ 9). Το σκεπτικό πίσω από αυτή την πρόταση είναι διττό. Οι εν λόγω φορείς «θα βοηθήσουν στην αποτροπή της οικονομικής απόκλισής» και «θα αυξηθεί η ιδιοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο» (σελ 9). Είναι πασιφανές, ότι οι εν λόγω αρχές αναμένεται να ενισχύσουν την οικονομική σύγκλιση στην ευρωζώνη, κυρίως σε σχέση με τους τομείς πολιτικής που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΕΕ. Οι φορείς αυτοί θα έχουν ως εντολή την «αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα μέσω της σύγκρισης με τις εξελίξεις σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ και στους κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους» (σελ 9). Επιπλέον, «οι εν λόγω φορείς μπορούν να υποχρεωθούν να αξιολογούν την πρόοδο των οικονομικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας γενικότερα» (σελ 9). Η έκθεση προτείνει, επίσης, ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα αρχών ανταγωνιστικότητας της ζώνης του ευρώ που θα πρέπει να συγκεντρώσει τις εθνικές αυτές αρχές και την Επιτροπή, η οποία θα συντονίζει τις ενέργειες των εθνικών αρχών ανταγωνιστικότητας σε ετήσια βάση.
Η έκθεση επιχειρεί να συνδέσει αυτή την προτεινόμενη τεχνική του συντονισμού πολιτικής με τις ήδη υπάρχουσες μορφές που βασίζονται σε κανόνες διακυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ. Η Επιτροπή αναμένεται να «λάβει υπόψη το αποτέλεσμα του συντονισμού αυτού … ιδίως για … τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών αποκλίσεων (MIP), συμπεριλαμβανομένου του εάν θα συστήσει την ενεργοποίηση της διαδικασίας υπερβολικών ανισορροπιών» (σελ 9).
(ΙΙ) Μία χρηματοοικονομική Ένωση
Όσον αφορά την προτεινόμενη χρηματοοικονομική Ένωση, η έκθεση των πέντε προέδρων συνιστά να ολοκληρωθεί η Τραπεζική Ένωση και ότι η χρηματοοικονομική Ένωση πρέπει να ξεκινήσει.
Η έκθεση συνιστά την πλήρη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας για την εξυγίανση και την ανάκαμψη των τραπεζών από όλα τα κράτη μέλη .Υπενθυμίζεται ότι, 11 κράτη μέλη δεν έχουν ακόμα ενσωματώσει πλήρως την οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο. Δεύτερον, η έκθεση υποστηρίζει ότι, χρειαζόμαστε μια γρήγορη συμφωνία σε ό,τι αφορά ένα κατάλληλο μηχανισμό μεταβατικής χρηματοδότησης που θα αποτελεί έναν τρόπο να εξασφαλιστεί ότι θα υπάρχουν αρκετά χρήματα αν μια τράπεζα πρέπει να εκκαθαριστεί ακόμη και αν η χρηματοδότηση του Ταμείου δεν επαρκεί εκείνη τη χρονική την 1η Ιανουαρίου 2016 (σελ 13). Τρίτον, η δημιουργία ενός αξιόπιστου κοινού μηχανισμού ασφαλείας για το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης και η επίτευξη προόδου προς την πλήρη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τις τράπεζες σε όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου δημιουργίας του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης.
Τέταρτον, η έκθεση συνιστά να ξεκινήσει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Ασφάλισης των Καταθέσεων. Πέμπτον, η έκθεση προτείνει την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας σε μακροοικονομικό σε επίπεδο ΕΕ και «επανεξέταση των ανοιγμάτων τραπεζών έναντι του δημοσίου χρέους (σελ 14).
Με βάση την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής σχετικά με την «οικοδόμηση ενός χρηματοοικονομικής Ένωσης, η έκθεση προτείνει περαιτέρω δρομολόγηση ενός Capital Market για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτό θα «διασφαλίσει μεγαλύτερη διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης» και «θα αποτελέσει επίσης, ανάχωμα στις συστημικές κρίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα και θα ενισχύσει τον καταμερισμό του κινδύνου στον ιδιωτικό τομέα μεταξύ των χωρών» (σελ 14). Ωστόσο, η οικονομική ολοκλήρωση ενέχει κινδύνους, διότι ένα πρόβλημα σε μια χώρα μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα σε μία άλλη. Ως εκ τούτου, η έκθεση των πέντε Προέδρων συνιστά ότι η χρηματοπιστωτική εποπτεία πρέπει να ενισχυθεί στην ΕΕ και ότι μια ενιαία ευρωπαϊκή εποπτική αρχή κεφαλαιαγοράς θα πρέπει να δημιουργηθεί (σελ 14).
(IΙΙ) Μία δημοσιονομική ένωση
Όσον αφορά την προτεινόμενη δημοσιονομική ένωση, η έκθεση των πέντε Προέδρων προβάλλει δύο προτάσεις. Πρώτον, συνιστά τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συμβουλευτικού δημοσιονομικού συμβουλίου. Αυτό το σώμα θα συντονίζει και θα συμπληρώνει τα εθνικά δημοσιονομικά συμβούλια που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τον κανονισμό 473/2013 . Το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό συμβούλιο θα παρέχει μια δημόσια και ανεξάρτητη αξιολόγηση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, των προϋπολογισμών – και της εκτέλεσή τους – προσθέτοντας έτσι επιπλέον πίεση στις κυβερνήσεις να λάβουν σοβαρά υπόψη τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. «Ένα τέτοιο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό συμβούλιο θα πρέπει να οδηγήσει σε καλύτερη συμμόρφωση προς τους κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες και σε έναν ισχυρότερο συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών» (σελ 16)
Δεύτερον, η έκθεση προτείνει τη δημιουργία μιας λειτουργίας δημοσιονομικής σταθεροποίησης για τη ζώνη του ευρώ, ώστε να αντιμετωπίζονται καλύτερα οι κρίσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο.
Αυτό συνιστά την λογική εξέλιξη για τη ζώνη του ευρώ μακροπρόθεσμα (στάδιο 2) και υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει προχωρήσει η ολοκλήρωση της σύγκλισης και περαιτέρω συλλογικότητας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Ωστόσο αυτή η λειτουργία, δεν θα πρέπει να συνεπάγεται μόνιμες μεταβιβάσεις μεταξύ χωρών ή μεταβιβάσεις προς μία μόνο κατεύθυνση, για αυτό και η σύγκλιση προς την Οικονομική Ένωση αποτελεί προϋπόθεση συμμετοχής. Επίσης, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως τρόπος εξίσωσης των εισοδημάτων μεταξύ των κρατών μελών. Και δεν θα πρέπει να υπονομεύει τα κίνητρα για τη διαμόρφωση υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο.
Δημοκρατική λογοδοσία, νομιμότητα, και θεσμικές μεταρρυθμίσεις
Πέρα από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που προτείνονται από τους προέδρους των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, το κείμενο δίνει έμφαση και σε ένα άλλο εξίσου σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης. Στις μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της δημοκρατικής αξιοπιστίας και λογοδοσίας της ΟΝΕ. Εκτός από τις προτάσεις για την πιο έγκαιρη και καλύτερα δομημένη κοινοβουλευτική συζήτηση κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, είναι δύσκολο να δούμε πώς οι προτάσεις της έκθεσης διαφέρουν από την υφιστάμενη δομή του six & two pack. Παρόλαυτά η έκθεση υπογραμμίζει ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο ρόλο των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών. Υπάρχει μια ισχυρή έμφαση στις συνέργειες μεταξύ του ΕΚ και των εθνικών κοινοβουλίων ως μία ανάγκη λογοδοσίας και προόδου καθώς «Μετά από πολλά έτη κρίσης, οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα πρέπει να αποδείξουν στους πολίτες και τις αγορές ότι η ζώνη του ευρώ δεν πρόκειται απλώς να επιβιώσει. Θα πρέπει να πειστούν ότι θα ευημερήσει» (σελ 5).
Επιπλέον, η έκθεση προβλέπει μια σειρά από μέτρα για την ενίσχυση του πλαισίου διακυβέρνησης της ΟΝΕ. Πιο συγκεκριμένα, οι Πρόεδροι, υποδεικνύουν ότι οι διάφορες συμβάσεις που έχουν συναφθεί έξω από τα επίσημα όρια της Συνθήκης της Λισαβόνας πρέπει να ενσωματωθούν στις Συνθήκες της ΕΕ και στο παράγωγο δίκαιο και ότι η δομή διακυβέρνησης του ΕΜΣ πρέπει να «ενσωματωθεί πλήρως στο πλαίσιο των Συνθηκών της ΕΕ» (σελ 20 ). Επιπλέον, η έκθεση αναφέρει ότι πρέπει να θεωρηθεί πλέον ως πλήρους απασχόλησης η προεδρία του Eurogroup και προτείνει τη δημιουργία ενός ταμείου της ζώνης του ευρώ (βλέπε σελ 20).
Κατά τη γνώμη των συντακτών της έκθεσης, η ΕΕ, ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου δεν μπορεί να λειτουργήσει αποκλειστικά μέσω συνεργασίας βάσει κανόνων. Προκειμένου να εξελιχθεί η ζώνη του ευρώ σταδιακά προς μια ουσιαστική Οικονομική και Νομισματική Ένωση, θα πρέπει να μετακινηθεί από ένα σύστημα που βασίζεται σε κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές για τη διαμόρφωση των εθνικών οικονομικών πολιτικών, προς ένα σύστημα περαιτέρω επιμερισμού της κυριαρχίας στο πλαίσιο κοινών θεσμικών οργάνων, τα περισσότερα από τα οποία υπάρχουν ήδη και μπορούν σταδιακά να αναλάβουν αυτή την αποστολή. Στην πράξη, αυτό θα απαιτήσει από τα κράτη μέλη να αποδεχθούν όλο και περισσότερο την από κοινού λήψη αποφάσεων σχετικά με στοιχεία των αντίστοιχων εθνικών προϋπολογισμών και των οικονομικών πολιτικών τους (σελ 5)
Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία επεξεργασία για το τι δομές λογοδοσίας προτείνονται Ομοίως, δεν υπάρχει ανάλυση των επιθυμητών μηχανισμών λογοδοσίας για την προτεινόμενη Οικονομική Ένωσης. Επιπλέον, δεν υπάρχουν προτάσεις για τη βελτίωση της διαφάνειας κατά τη λειτουργία της Eurogroup, της οποίας ο ρόλος στην οικονομική διακυβέρνηση είναι ιδιαιτέρως αυξημένος. Ένας οργανισμός που επιδιώκει ενεργά την προώθηση της οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ (βλέπε σελ. 9), δεν πρέπει να λειτουργεί κεκλεισμένων των θυρών.
Τελικές παρατηρήσεις επί της Έκθεσης των 5 Προέδρων
Κατ ‘αρχάς, δεδομένου ότι «όλα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης πρέπει να συμμετέχουν σε όλες τις Ενώσεις» (σελ 5), οι προτάσεις αυτές, εάν προκριθούν, θα θέσουν εκτός συζήτησης την εκκολαπτόμενη ιδέα των πολλών ταχυτήτων στη ζώνη του ευρώ. Δεύτερον, οι προτάσεις των Προέδρων, συνεπάγονται μία αθρόα αναβίβαση και μεταφορά της εθνικής ισχύος στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Αναμφίβολα, αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται από αυξημένο δημοκρατικό έλεγχο και ισχυρούς μηχανισμούς λογοδοσίας. Τρίτον, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η έκθεση επισημαίνει ότι όλα τα μέλη της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να κερδίσουν από την ένταξη στην ΟΝΕ (σελ 4). Αυτό συνιστά μία σαφή πολιτική παρακαταθήκη με αβέβαιη όμως ακόμα κατάληξη…
Πέρα από τα μερεμέτια. Μία αλλαγή παραδείγματος. Μία νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα
Η κρίση αυτή αποτελεί δομική κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, καθώς οι θεσμικές και λειτουργικές αδυναμίες της Ευρωζώνης όχι μόνο ανατροφοδοτούν και μεγεθύνουν τα οικονομικά προβλήματα, αλλά και αναδεικνύουν ανάγλυφα την ελλειμματική και αλυσιτελή για πολλά προβλήματα, οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.
Η κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με φοβικά και δειλά βήματα ακόμα και αν η φυσιογνωμία τους είναι φαινομενικά εμπροσθοβαρής.
Η Ένωση έχει ανάγκη από μία αλλαγή παραδείγματος. Η αλλαγή παραδείγματος συνίσταται στην ανακατάληψη της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής έναντι της στείρας λογιστικής. Ναι στους κανόνες, όχι στη πρόταξη, όμως, των λογιστικών υστεριών που λειτουργούν δημοσιονομικά προκυκλικά και σκοτώνουν την ανάπτυξη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επιτέλους να υιοθετήσει ισχυρούς και αποτελεσματικούς κεντρικούς θεσμούς, οι οποίοι, για να είναι τέτοιοι, πρέπει ταυτόχρονα να διαθέτουν επαρκείς αρμοδιότητες και ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση. Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μία αναγκαία παρένθεση για να φωτίσουμε τις 2 όψεις της πολιτικής αντιπαράθεσης για το «αύριο» της Ένωσης, έτσι όπως εξελίσσεται αυτή την περίοδο ανάμεσα στην Επιτροπή, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Στην ιστοσελίδα της Frankfurter Allgemeine παρουσιάστηκαν πρόσφατα οι θέσεις – σκέψεις του Β. Σόιμπλε για την εφαρμογή των συνθηκών που διέπουν τη λειτουργία της Ευρωζώνης (Σύμφωνο Σταθερότητας και Δημοσιονομικό Σύμφωνο). Αυτές σύμφωνα με το Γερμανό ΥΠΟΙΚ δεν μπορεί να είναι αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που επιλέγεται και διαβουλεύεται με πολιτικά κριτήρια και δίνει εξηγήσεις στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά θα πρέπει να είναι αρμοδιότητα ενός ανεξάρτητου θεσμού. Η Γερμανία υπογραμμίζει με κάθε τρόπο, έτσι, ότι η εφαρμογή της άκαμπτης δημοσιονομικής λιτότητας δεν μπορεί να ανήκει στο πεδίο της πολιτικής διαπραγμάτευσης των 19 της Ευρωζώνης. Όσο αυστηρές και άκαμπτες και να είναι οι συνθήκες, όταν η τήρησή τους είναι αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κρίνει με πολιτικά κριτήρια και μάλιστα με πρόεδρο τον Γιούνκερ που από την αρχή της κρίσης ως πρόεδρος τότε του Eurogroup συγκρούστηκε με τη Γερμανία, τότε η γερμανική δημοσιονομική αυστηρότητα κινδυνεύει να καταστεί κενή περιεχομένου.
Η στάση αυτή της Γερμανίας ενδεχομένως να επηρεάσει την πορεία της ολοκλήρωσης της ΟΝΕ. Στον αντίποδα και με σαφή διάθεση διαφοροποίησης προκύπτει και η πρόταση Ολάντ για κυβέρνηση της Ευρωζώνης, καθώς προτάσσει την πολιτική απέναντι στους στην ακαμψία των συνθηκών που επικαλούνται οι Γερμανοί.
Λογοδοσία και Λειτουργικότητα
Λογοδοσία και ευρωπαϊκός «Δήμος»
Η Ευρώπη χρειάζεται πρωτίστως ένα κοινό όραμα. Η κατεύθυνση προς την οποία η ζώνη του ευρώ θα πρέπει να εξελίσσεται και το είδος των θεσμών που απαιτεί συνιστά την ουσία του οράματος. Μέσα λοιπόν, από ένα πλαίσιο θεσμικών αλλαγών μπορεί να προκύψει η αναγκαία επιτάχυνση της πολιτικής ενοποίησης και της δημοκρατικής διακυβέρνησης της ΟΝΕ.
Η Επιτροπή, ως κατεξοχήν υπερεθνικός θεσμός μπορεί και πρέπει να μετασχηματισθεί σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση, που θα λειτουργεί και θα απολαμβάνει από μία διπλή εμπιστοσύνη, αφ’ενός μεν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφ’ετέρου δε από ένα δεύτερο ισχυρό νομοθετικό σώμα, στο οποίο πρέπει να εκπροσωπούνται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ισοτιμία τα κράτη μέλη. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής θα πρέπει να εκλέγεται μέσα από άμεση ψηφοφορία και επιλογή του ευρωπαϊκού «δήμου» και αυτό κατ επέκταση θα μας οδηγήσει στην ακόμα μεγαλύτερη καινοτομία – θεσμική και πολιτική – της δημιουργίας πανευρωπαικών κομματικών σχηματισμών. Κόμματα που θα διαθέτουν τα δικά τους ξεχωριστά ονόματα και σύμβολα και θα αποτελέσουν πλέον τους κύριους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και τους καθοριστικούς μοχλούς για την επίτευξη ενός νέου, υπερεθνικού, πολιτικού πλουραλισμού, που θα αποτελέσει τη βάση της ουσιαστικής ενοποίησης της Ένωσης.
Οι προτάσεις αυτές αυτονοήτως συνεπάγονται μία δομή ΕΕ που θα υπερβαίνει το υπάρχον μοντέλο. Πλέον θα ανοίξει ο δρόμος για μία καθαρή Ομοσπονδία, κάτι που συνιστά άλλωστε την αλλαγή παραδείγματος για την οποία μιλήσαμε παραπάνω.
Οι συνέπειες προφανώς μίας τέτοιας μεταμόρφωσης απαιτούν τη μεταφορά κρίσιμων εθνικών αρμοδιοτήτων στα ευρωπαϊκά πλέον όργανα. Αυτό όμως, θα πρέπει να γίνει με όρους δημοκρατικής νομιμοποίησης, ώστε να αποτελεί συνέχεια και όχι οπισθοδρόμηση στην μακρά πορεία εκδημοκρατισμού της κοινοτικής πορείας.
Το πρόβλημα με το Ομοσπονδιακό μοντέλο όμως είναι σαφές και υπαρκτό. Πρώτον, έχει χάσει την αξιοπιστία του. Αυτή τη στιγμή υπάρχει πολύ λίγη πολιτική βούληση για τη μεταφορά περισσότερων αρμοδιοτήτων στις Βρυξέλλες. Η ιδέα ότι η βελτίωση της λειτουργίας της νομισματικής ένωσης απαιτεί κατ ‘ανάγκη περισσότερο «Ευρώπη» είναι ξένη προς πολλές από τις κυβερνήσεις της ηπείρου. Επιπλέον,
η λογική του Monnet, σύμφωνα με την οποία κάθε κρίση στην ΕΕ θα πρέπει να χρησιμεύσει ως ευκαιρία για περαιτέρω ολοκλήρωση, έχει φθάσει στα όριά της.
Δεύτερον, η ομοσπονδιοποίηση δεν θα λύσει το βασικό πρόβλημα που είναι ότι η μοίρα μιας χώρας μέσα σε ένα ζώνη νομίσματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις δικές της οικονομικές επιλογές. Πολιτικές για την έρευνα, την καινοτομία, την αγορά εργασίας θα εξακολουθήσουν να είναι το κλειδί για την ανταγωνιστικότητα και αυτό είναι κομμάτι των εθνικών πολιτικών.
Λειτουργικές λύσεις στο μεσοδιάστημα
Οι κανόνες είναι απαραίτητοι για τη διασφάλιση του συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών από τα κράτη μέλη της ΟΝΕ. Ωστόσο, όπως πρόσφατα επαναλαμβάνεται συχνά από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι αλήθεια ότι η μακροπρόθεσμη αξιοπιστία και η βιωσιμότητα της ΟΝΕ απαιτεί την ενίσχυση των οργάνων, ώστε να μπορούν να επιτύχουν δύο στόχους: (1) να διασφαλίσουν ότι θα τηρούνται οι κανόνες της ΟΝΕ και (2) να συνθέτουν τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές για την ΟΝΕ. Μόνο ένα τέτοιο σύστημα θα επιτρέψει στην ΟΝΕ να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην διαμόρφωση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και πιο ακόμα πιο ενεργό στις περιόδους των οικονομικών διαταραχών που επηρεάζουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή ακόμα και την ΟΝΕ ως σύνολο.
Πέρα από τους δημοσιονομικούς κανόνες, βάρος είναι προτιμότερο να δοθεί στην πορεία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στους δείκτες της επένδυσης των Κρατών στην Παιδεία και την Καινοτομία. Οι εθνικοί αυτοί πόροι θα πρέπει να εξαιρούνται από τον υπολογισμό στο έλλειμμα και το πεδίο της δαπάνης τους θα συναποφασίζεται από κοινού με την Επιτροπή, ώστε να αποφεύγονται λογιστικές παρεκτροπές στους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Για την εφαρμογή μιας πραγματικής ΟΝΕ και μίας απτής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, χρειάζεται η δημιουργία μίας κοινής ευρωπαϊκής φορολογίας και νέα εργαλεία αντιμετώπισης του ευρωπαϊκού χρέους συνολικά. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία μιας δημοσιονομικής ένωσης για την Ευρωζώνη (προϋπολογισμός δηλαδή, της Ευρωζώνης), αποτελεί θεμελιώδες βήμα, έστω και αν στην αρχή η χρηματοδότησή της εξασφαλίζεται από τις εθνικές συνεισφορές μόνο. Ένας τέτοιος προϋπολογισμός της Ευρωζώνης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση ασύμμετρων σοκ, ακόμα και με άμεσες ευρωπαϊκές επενδύσεις και μεταφορές κεφαλαίου.
Η αύξηση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της ΟΝΕ πρέπει να συνοδεύεται από έναν ενισχυμένο ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ιδιαίτερα των βουλευτών που εκλέγονται σε χώρες της ΟΝΕ, ως προς την παρακολούθηση, τον έλεγχο και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες επί των οικονομικών, δημοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών στην ΟΝΕ.
Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να δοθεί στη συμμετοχή των Εθνικών Κοινοβουλίων, που εκφράζουν άμεσα τους πολίτες – έως ότου προχωρήσει η ιδέα για πανευρωπαϊκά κόμματα – και στην ενίσχυση της κοινοβουλευτικής πτυχής. Τα Εθνικά Κοινοβούλια πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα παρέμβασης πάνω στις αποφάσεις που αφορούν
την ΟΝΕ. Χρήσιμη θα είναι σε αυτή την κατεύθυνση και η σύσταση μίας υπό-επιτροπής για τη ζώνη του ευρώ, εντός του ΕΚ, που θα πρέπει να είναι ανοικτή σε όλους τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επίσης, μία «διακοινοβουλευτική διάσκεψη της ΟΝΕ» θα μπορούσε να συμβάλλει στο διάλογο και την αλληλοκατανόηση ανάμεσα στα ΚΜ της ΟΝΕ, καθώς οι σχέσεις ανάμεσα σε πολλές έχουν τρωθεί εξαιτίας παρεξηγήσεων που δημιουργούν τεχνητά και αντιθετικά υποσύνολα χωρών, όπως πχ Βορράς – Νότος κλπ.
Συνειδητός φιλοευρωπαισμός
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ούτε ενός τεχνοκρατικού και πολιτικά αφυδατωμένου φιλοευρωπαϊσμού αλλά ούτε και ενός ακαδημαϊκού – ακτιβιστικού φιλοευρωπαϊκού βολονταρισμού.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση πρέπει να ικανοποιεί τις προσδοκίες, τις ανησυχίες και τις ανάγκες ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, την πλειοψηφία του ευρωπαϊκού «δήμου».
Η ευρωπαϊκή πορεία προς την περαιτέρω ενοποίηση πρέπει να συνιστά εγγύηση και υπόβαθρο ασφάλειας, αλληλεγγύης και δημοκρατίας. Πρέπει να σηματοδοτεί ένα δίκαιο μέλλον για όλους.