
Αναστόπουλος Τάκης
Ι. Η περίοδος που διανύουμε μας έφερε αντιμέτωπους με μία σειρά από προβλήματα, τα οποία συντάραξαν όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο. Αλλά, ενώ στην Αμερική από όπου ξεκίνησε το 2008, η κρίση των subprime υπήρξε παροδική, στην Ευρώπη η χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση απέκτησε διάρκεια. Ειδικά στην Ευρώπη των 17 κρατών της ζώνης του ευρώ, έγινε συστημική, ενώ στις χώρες του Νότου πήρε επιπλέον στοιχεία ενδημικά. Η εμβάθυνση που δεν ακολούθησε την διεύρυνση της ΕΕ και η ανολοκλήρωτη ΟΝΕ, με την πρώτη κρίση ξύπνησαν τους δαίμονες του παρελθόντος. Η αναβίωση του εθνικισμού, η έξαρση του λαϊκισμού και η ύψωση νέων διαχωριστικών γραμμών στην Ευρώπη, μαζί με την ανάπτυξη κεντρόφυγων τάσεων βγήκαν στην επιφάνεια.
Η κρίση έφερε στην ημερήσια διάταξη προβλήματα που η οικονομική ευμάρεια των περασμένων δεκαετιών μάς είχε κάνει να ξεχάσουμε. Αναδείχθηκαν δυσλειτουργίες και παθογένειες που δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά έχουν σχέση με τις διαφορές στην προσέγγιση για την επίλυση της κρίσης, οι οποίες με τη σειρά τους συνδέονται με τον τρόπο που βάδισε η οικονομική και η πολιτική ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την κρίση, παλιοί ανταγωνισμοί και προκαταλήψεις αναβιώνουν. Την παλιά διαφορά κέντρου/περιφέρειας διαδέχθηκε η αντιπαράθεση Βορρά/Νότου. Θα ήταν χρήσιμο να επιχειρήσουμε έναν αναστοχασμό επάνω στα θέματα που προέκυψαν με την ευκαιρία της οικονομικής κρίσης (ή εξ αιτίας της). Όχι για να ορθώσουμε νέα τείχη εντός της Ευρώπης, αλλά για να ξανασκεφτούμε το κοινό μας σήμερα και το αύριο. Δεν θα μείνουμε στο στενά οικονομικό πλαίσιο, αλλά θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τη διάσταση που ενδιαφέρει τους πολίτες και η οποία είναι βαθύτατα πολιτική. Αφορά τη Δημοκρατία και το μέλλον της Ευρώπης.
Πολλοί παρομοιάζουν την σημερινή περίοδο με πόλεμο. Έναν ιδιότυπο πόλεμο χωρίς νεκρούς, αλλά με αμέτρητα θύματα μεταξύ των αμάχων. Θα λέγαμε όμως, για να παραφράσουμε τον Κλεμανσώ (και τη ρήση του για τους στρατιωτικούς και τον πόλεμο) ότι η Ευρώπη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτούμε μόνο στα χέρια των οικονομολόγων και των τραπεζιτών. Οι Ευρωπαίοι πολίτες και οι πολιτικές τους ηγεσίες πρέπει να ξαναπάρουν την υπόθεση της Ευρώπης στα χέρια τους προτείνοντας ένα φιλόδοξο και μακρόπνοο σχέδιο.
ΙΙ. Κατά τον Ούλριχ Μπέκ η διάκριση Βορρά/Νότου συμπίπτει με τη διάκριση μεταξύ κρατών οφειλετών και κρατών πιστωτών (βλ. Απο τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι, Πατάκης, 2013). Ο Κ. Τσουκαλάς στο τελευταίο του βιβλίο (Η Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας, Θεμέλιο, 2012) ταυτίζει τον Βορρά με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές που «οδηγούν τον Νότο σε αδιέξοδη απόγνωση, σε σημείο ώστε το ευρωπαϊκό όραμα να απειλείται με ανασκευή, αποσύνθεση ή ακόμα και με έκρηξη». Και ο Ζαν Πιζανί-Φερύ θα συμφωνήσει ότι «η ανάκαμψη των χωρών της Ευρώπης θα είναι αναπόφευκτα μακρά και δύσκολη» (βλ. Η αφύπνιση των δαιμόνων, Πόλις, 2012). Είναι αλήθεια ότι η ιστορία προχωρά με κρίσεις, συγκρούσεις, ενίοτε συμπλοκές και πολέμους, από όπου θα προέλθουν νέες συνθέσεις, οι οπoίες θα προσφέρουν μια ευκαιρία ανάπαυλας, μέχρι να έρθει ένα νέο κύμα κρίσεων. Αυτή είναι ιστορική νομοτέλεια. Πώς θα ήταν δυνατόν η ΕΕ να προχωρήσει διαφορετικά;
Απο τις αρχές του δυτικού πολιτισμού, κάθε φορά που πρέπει να γίνουν πιό κατανοητές ριζικές αντιπαραθέσεις χρησιμοποιούουμε αναγωγές σε ηθικά δίπολα: αρετή/κακία ή ακόμα σύγκρουση μεταξύ φωτός και ερέβους, όπως λέει ο Σοφοκλής στον Αίαντα. Από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση συχνά δίνεται μία ηθική διάσταση στο ζεύγος Βορράς/Νότος. Το μήνυμα που στέλνεται στο υποσυνείδητo είναι Βορράς=καλοί (και ως εκ τούτου έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν, ακόμα και τιμωρητικά, την άποψή τους) και Νότος=κακοί (και άρα οφείλουν να συμμορφωθούν). Αναζωπυρώνονται έτσι εθνικισμοί και στους μεν και στους δε – η υπερηφάνεια των αδικημένων και το αίσθημα ανωτερότητας των ισχυρότερων. Πέραν του μανιχαϊστικού της χαρακτήρα η εξαπλούστευση που γίνεται με το διαχωρισμό Βορρά και Νότου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι πρέπει να εξηγηθούν στην κοινή γνώμη εξαιρετικά περίπλοκα ζητήματα. Όμως η γεωγραφία απο μόνη της δεν μας βοηθάει. Πχ, η Ιρλανδία, η Ισλανδία (χώρα εκτός ΕΕ που επίσης χτυπήθηκε απο την κρίση) ή η εκτός ευρωζώνης Ουγγαρία ή ακόμα πόλεις σαν το Μιλάνο εντάσσονται στον Βορρά ή στο Νότο; Και η Γαλλία είναι Βορράς ή Νότος;
Στις χώρες του Νότου η στάση που επικρατεί για το πρόβλημα είναι αμυντική, με ρίζες στην παράδοση και την κουλτούρα. Πιστεύεται ότι, ναι μέν τα κράτη του Νότου βαρύνονται για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, αλλά μέρος της ευθύνης φέρει και ο Βορράς. Και ότι η αναγκαίες λύσεις δεν μπορεί να παίρνουν μορφή τιμωρίας. Η διάκριση μεταξύ ενάρετων και αμαρτωλών μόνο σε Μεσαίωνα παραπέμπει. Λόγω του καθοριστικού ρόλου που απο την αρχή της κρίσης έπαιξε η Γερμανία, γρήγορα η κοινή γνώμη εξίσωσε τη χώρα αυτή με τον Βορρά. Όπως διαπιστώνει έγκριτος δημοσιογράφος ο «αντιγερμανισμός» μοιάζει να γίνεται της μόδας εσχάτως (βλ. Πάσχος Μανδραβέλης, Η Καθημερινή, 17/4/2013). Ωστόσο, ακόμα και αν βάλλεται η Γερμανία επειδή θεωρείται υπεύθυνη για τις ακολουθούμενες πολιτικές λιτότητας, αντιγερμανισμός δεν χωράει στην ΕΕ, όπως ούτε ανθελληνισμός, εξάλλου. Γιατί δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα όσα μεταδίδουν (ή διαδίδουν) ορισμένα ΜΜΕ. Όσο απορριπτέες είναι οι απαξιωτικές αναφορές στους τεμπέληδες και σπάταλους νότιους, άλλο τόσο καταδικαστέες είναι οι καρικατούρες με υπόμνηση του ναζιστικού παρελθόντος της Γερμανίας.
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης τα ενεχόμενα κράτη σύρθηκαν το ένα μετά το άλλο στο ευρωγκρούπ σαν στο πραιτώριο και εκεί βρέθηκαν μόνα τους μπροστά στον ιεροεξεταστή τους. Απέναντι στην χωρίς έλεος αντιμετώπιση των πιστωτών και των κερδοσκόπων κάθε φορά τα κράτη των οφειλετών βρέθηκαν μόνα και απομονωμένα και έτσι αναγκάστηκαν να υποκύψουν και να δεχθούν όρους οι οποίοι κατά γενική παραδοχή είναι δυσβάστακτοι – πλέον πρόσφατο παράδειγμα η Κύπρος. Το χειρότερο όμως είναι ότι οι όποιες απαιτήσεις για αλλαγή συμπεριφορών βιώνονται σαν τιμωρία και καταναγκαστική επιβολή και όχι σαν αναγκαία προσαρμογή. Με αποτέλεσμα να βαθαίνει η έλλειψη κατανόησης μεταξύ των πλούσιων κρατών (του Βορρά) και των φτωχών (του Νότου).
Απο τη μεριά των πιστωτών η άμεση απομόνωση του εκάστοτε παραβατικού κράτους έχει μία λογική: είναι ένας τρόπος να περιοριστεί η επέκταση του κακού και να μην προκαλέσει βλάβες αλλού. Ωστόσο, θα ανέμενε κανείς περισσότερη αλληλεγγύη ή έστω μεγαλύτερη κατανόηση απο την πλευρά των (πλούσιων) κρατών της ΕΕ. Άν, όμως, οι βόρειοι επιβάλλουν απο κοινού τους όρους τους στο Νότο, γιατί τα ενδιαφερόμενα κράτη του Νότου ή μερικά απο αυτά (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, …) δεν ενώνουν τις δυνάμεις τους και τη φωνή τους για να αντικρούσουν την άκριτη κούρα/κούρσα λιτότητας που τους επιβάλλεται και να προτείνουν μία διαφορετική προσέγγιση στο κοινό τους πρόβλημα; Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την έλλειψη κοινής αντιμετώπισης εκ μέρους των οφειλετών, αντίστοιχης με τη στάση των πιστωτών;
Έχει νόημα η σύμπηξη μετώπου χωρών του Νότου και τί μορφή μπορεί να πάρει αυτή; Είναι αλήθεια ότι η κρίση θίγει το κάθε κράτος για διαφορετικούς λόγους και σε διαφορετικό βαθμό (πρόβλημα τραπεζοπιστωτικού συστήματος, δημόσιου χρέους, ανταγωνιστικότητας, κλπ). Κανείς δεν θέλει να καταγράφεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης και το χειρότερο στα κιτάπια των δανειστών ως ο απρόθυμος και υποτροπιάζων παίκτης με πιστοληπτική ικανότητα του επιπέδου CCC ή –ΒΒΒ, χωρίς προοπτική σύντομης εξόδου και ανόδου στα ευάερα και ευήλια δώματα των χωρών της ζώνης ΑΑΑ. Είναι λογικό λοιπόν ο καθένας να πιστεύει ότι μπορεί να εξέλθει απο την κρίση πιό γρήγορα από τους άλλους ομοιοπαθείς του, δαμάζοντας τα εγχώρια διαρθρωτικά προβλήματα.
Δεν είναι δυνατό να υιοθετήσουμε τη λογική αυτής της διάκρισης, ούτε να την αναπαράγουμε. Γιατί έτσι συμβάλλουμε στην ύψωση νέων διαχωριστικών γραμμών στην Ευρώπη, μαζί με αυτές που ήδη υπάρχουν: Ευρώπη των 27 (των 28 απο την 1η Ιουλίου 2013, με την ένταξη της Κροατίας) και των 17 της ευρωζώνης, των χωρών εντός και εκτός Σένγκεν, πλουσίων και φτωχών, μεγάλων και μικρών. Για να αποφύγουμε την παγίδα της πολιτικής/κομματικής αντιπαράθεσης, άς πάρουμε για παράδειγμα τις θέσεις που έχουν αναπτύξει τελευταία μερικοί διανοούμενοι μέσα και έξω απο την Ελλάδα. Απόψεις σαν αυτές του Giorgio Angaben που είδαν πρόσφατα το φώς της δημοσιότητας (στην ιταλική La Repubblica 15/3/2013 και στη γαλλική Libération, 23/3/2013) περί δημιουργίας μιάς «λατινικής αυτοκρατορίας» για να αντιμετωπισθεί το γερμανικό ιμπέριουμ, μπορούν σήμερα να βρούν ακροατήριο στην Ευρώπη; Έχει νόημα και ελπίδες επιτυχίας η δημιουργία, όπως προτείνει ο Noam Chomsky, ενός συνασπισμού του Νότου εντός του ευρώ (βλ. Το Βήμα, 7/4/2013); Ή ενός κοινού μετώπου των χωρών του Νότου «ενάντια στο γερμανικό οικονομικό ιμπεριαλισμό, υπο την ηγεσία της Γαλλίας» όπως προτείνει ο Νίκος Μουζέλης (βλ. Το Βήμα, 7/4/2013); Ο γεωγραφικός προσδιορισμός στην περίπτωση πχ. των χωρών Βίσεγκραντ ή των δυτικών Βαλκανίων έχει μόνιμη σύνθεση και ορατούς στόχους. Αλλά Βορράς/Νότος με φόντο την οικονομική κρίση δεν μπορεί παρά να είναι ένα μεταβαλλόμενο μόρφωμα και κυρίως χωρίς να έχει να προτείνει ένα ενιαίο μοντέλο απο την πλευρά του Νότου. Οι όποιες κινήσεις για μερικές συγκλίσεις συμβάλλουν στη λογική δημιουργίας μιάς Ευρώπης πολλών ταχυτήτων. Κάθε προσπάθεια που κινείται από το αντί, την άρνηση και όχι από κριτική σκέψη και στάση, αρνείται την ίδια την ιδέα της ΕΕ. Οδηγεί στη δημιουργία τετελεσμένων με χωριστικό περιεχόμενο και τελικά στην αποδόμηση και την κατεδάφιση. Η αποκατάσταση της ισορροπίας στην ΕΕ περνά μέσα απο την ισότιμη σχέση μεταξύ Βορρά και Νότου.
ΙΙΙ. Θα περίμενε κανείς ότι όλα αυτά να είναι αυτονόητα στη Ευρώπη. Ότι η Συνθήκη της Βεστφαλίας και η Συνθήκη της Ρώμης είναι δύο απο τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία της ηπείρου μας. Αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο σήμερα παρά ποτέ είναι όχι να ξαναγράψουμε την ιστορία, αλλά να ξαναπιάσουμε το νήμα εκεί που το αφήσαμε πριν δέκα περίπου χρόνια, όταν όλες οι προσπάθειες απέβλεπαν στη σύγκλιση των πολιτικών και των οικονομιών, με βάση τις συνέργειες, την αλληλεγγύη, την επιδίωξη της κοινωνικής συνοχής.
Η άνιση μεταφορά πόρων απο τον Νότο στον Βορρά έχει σαν αποτέλεσμα τα πλούσια κράτη να γίνονται πλουσιώτερα και τα φτωχά φτωχώτερα. Όπως σημειώνει ο Γ. Παγουλάτος «η καθυστέρηση της τραπεζικής ένωσης διογκώνει το δημοσιονομικό κόστος της τραπεζικής κρίσης. Παρατείνει την αστάθεια, δυσκολεύει την ανακεφαλαιοποίηση, διώχνει κεφάλαια από τον Νότο. Αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης, βαθαίνει το χάσμα Βορρά-Νότου, διαιωνίζει τον “κίνδυνο χώρας” (…). Ετσι, όμως, οι αιματηρές προσπάθειες προσαρμογής του κόστους εργασίας θα καταπίνονται από ένα τεράστιο κόστος κεφαλαίου» (βλ. Ακροβασία σε λεπτό σχοινί, Η Καθημερινή, 14/4/2013). Η ανοχή που επιδείχθηκε στον μη σεβασμό του Συμφώνου σταθερότητας οδήγησε στην συστημική κατασκευή ελλειμμάτων. Άν συνεχιστεί αυτή η τάση, τελικά θα είναι η Ευρώπη που θα βγεί χαμένη και μαζί τα επί μέρους κράτη που την συναποτελούν, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης. Και θα βγεί χαμένη η Ευρώπη, άν δεν σταθεί ενωμένη μέσα στην πρώτη μεγάλη κρίση της εποχής της παγκοσμιοποίησης που διανύουμε. Με λόγο ενωτικό και ενοποιητικό, όχι διασπαστικό. Αντί για πολλές και μικρές αλλά υπερήφανες «Ευρώπες» του Βορρά ή του Νότου χρειαζόμαστε περισσότερη και αλληλέγγυα Ευρώπη που θα δημιουργήσουμε μέσα απο συναινέσεις και ισότιμο διάλογο, μέσα από αυτά που μας ενώνουν και όχι προβάλλοντας αυτά που μας χωρίζουν και που ασφαλώς υπάρχουν.
Οι οίκοι αξιολόγησης αναδείχθηκαν σε αυστηρούς μετρονόμους της κρίσης. Πριμοδότησαν τις ανελαστικές πολιτικές λιτότητας, χωρίς να επιτρέψουν να δωθεί ο απαραίτητος χρόνος για την εισαγωγή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό των ενδιαφερομένων κρατών. Μετά την πρώτη έκπληξη, η ΕΕ στο σύνολο της και η Ευρωζώνη ειδικά προσπάθησαν να εφεύρουν λύσεις, που όλες συνέτειναν στο να ελεγθεί η κρίση και να περιορισθούν οι συνέπειες της. Μηχανισμοί και νομοθετικά πλαίσια όπως EFSF/ESM, τραπεζική ένωση, six-pack, two-pack μπήκαν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Πρόκειται για χρήσιμες ρυθμίσεις, αλλά αποσπασματικές και για αυτό αναποτελεματικές. Όλες οι προτάσεις στο τραπέζι δεν είναι παρά εμβαλωματικές λύσεις. Στοχεύουν στην αποκατάσταση των σφαλμάτων τα οποία προέρχονται απο τη λειτουργία της «εύθραυστης ευρωζώνης» σύμφωνα με την εύστοχη έκφραση του Paul de Grauwe (βλ. A Fragile Eurozone in Search of a Better Governance, στο The Economic and Social review). Χωρίς όμως ολοκληρωμένο σχέδιο, γιατί λείπει η βούληση για τη δημιουργία μιας πραγματικής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η ΟΝΕ είναι και παραμένει κολοβομένη.
Μήπως το πρόβλημα δεν είναι ηθικό ή ακόμα χειρότερα ηθικολογικό, ούτε κάν οικονομικό αλλά βαθύτατα πολιτικό, με την έννοια της πολιτικής διαχείρησης της πρώτης κρίσης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι δεν πρόκειται για πρόβλημα των μεμονομένων κρατών μελών, αλλά της ΕΕ στο σύνολό της. Σε συνθήκες μεγάλης κρίσης η ΕΕ αντί να λειτουργήσει με βάσει τη συστατική αρχή της αλληλεγγύης και τον κανόνα της «κοινοτικής μεθόδου», όπου τον πρώτο ρόλο έχουν οι θεσμοί που εκφράζουν το κοινό συμφέρον (Επιτροπή) και τους πολίτες (Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο) υπέκυψε στην πίεση των ισχυρών κρατών που ευνόησαν την διακυβερνητική προσέγγιση.
Η πολιτική αδυνατεί να παρακολουθήσει την κοινωνία. Το πρόβλημα δεν είναι στενά οικονομικό, αλλά κυρίως πολιτικό: είναι θέμα διατύπωσης μίας νέας αφήγησης για την Ευρώπη. Μία Ευρώπη της οποίας τα συστατικά στοιχεία είναι τόσο τα Κράτη όσο και οι λαοί της. Και η Ευρώπη δεν μπορεί να κωφεύει όταν η κοινωνία αλλάζει ραγδαία κάτω απο την πίεση της παγκοσμιοποίησης και των νέων μεγεθών και συνθηκών. Μία νέα κατηγορία πολιτών αναδύεται, το πρεκαριάτο, το οποίο αντίθετα απο το προλεταριάτο δεν παρουσιάζει ταξικά χαρακτηριστικά, αφού η προσωρινότητα που επιδρά στη διαμόρφωση της κοινωνικής του συνείδησης δεν του το επιτρέπει. (Για τον διεθνή αυτό νεολογισμό, βλ. U. Beck, ό.π.). Με αποτέλεσμα οι πολιτικές του επιλογές να καθορίζονται, σύμφωνα με τον Guy Standing (βλ. The precariat: the New Dangerous Class, Bloomsbery, 2011) απο τα 4 Α: Άγχος, Ανομία, Αποξένωση και Αγανάκτηση (Anxiety, Anomy, Alienation and Anger). Το φαινόμενο εξαπλώνεται παντού στην Ευρώπη και η πολιτική του έκφραση διαμεσολαβείται από αντισυστημικά δεξιά ή αριστερά κόμματα και από απολίτικα κινήματα.
Η κοινωνία ξαφνιάστηκε. Οι πολίτες απογοητευμένοι γυρίζουν την πλάτη στην Ευρώπη η οποία δεν τους εξασφαλίζει πιά το παρόν και δεν εγγυάται το μέλλον. Το ευρωπαϊκό όραμα άρχισε να ξεθωριάζει. Η απόσταση μεταξύ των πολιτικών ελίτ και των πολιτών μεγαλώνει. Η αλαζονεία των μεν ενισχύει τη δυσπιστία των δε και τους απομακρύνει απο τη Ευρώπη. Σήμερα παίρνονται σημαντικές αποφάσεις με τεράστιες επιπτώσεις στη ζωή των πολιτών, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση. Από το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που είναι επί της ουσίας χωρίς εξουσίες έρχεται μία εκκωφαντική σιωπή. Τα εθνικά κοινοβούλια καλούνται εκ των υστέρων να προσφέρουν νομιμότητα σε έξωθεν ειλημμένες αποφάσεις. Και οι εθνικές κυβερνήσεις επωμίζονται ευθύνες και πληρώνουν πολιτικό κόστος στο εσωτερικό της χώρας για αποφάσεις που έχουν ληφθεί σε διαφορετικό επίπεδο, στο οποίο έχουν μικρή ή μηδαμινή δυνατότητα παρέμβασης.
Μαζί ξαφνιάστηκε και η Ευρώπη. Μπροστά στις νέες συνθήκες της κρίσης βρέθηκε ανέτοιμη και τελικά αυτοσχεδίασε. Η ρητορική επίκληση για «περισσότερη Ευρώπη» μένει χωρίς περιεχόμενο. Η προσπάθεια ενεργοποίησης του γερμανογαλλικού άξονα ως ατμομηχανής της Ευρώπης αποδείχθηκε ανεπιτυχής. Όπως ήταν αναμενόμενο η Γαλλία αδύναμη, παρά τις καλές προθέσεις του Προέδρου Ολλάντ, υποχώρησε μπροστά στη ντε φάκτο πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας. Η Γερμανία, αν και «παίρνει στα σοβαρά το ευρωπαϊκό ζήτημα» δεν έχει διατυπωμένη ξεκάθαρη άποψη για το άν θέλει και πώς να διαχειριστεί το ρόλο της σαν περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης. Και το χειρότερο είναι ότι η δημιουργία μίας γερμανικής Ευρώπης τρομάζει ακόμα και πολλούς Γερμανούς (βλ. U. Beck, ό.π.)
Η κρίση πάνω απ’ όλα ανέδειξε ένα πρόβλημα εμπιστοσύνης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Δεν αρκεί να το εστιάσουμε στο (υπαρκτό) έλλειμμα ηγεσίας. Αλλά, όπως αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα της ύπαρξης ισχυρής Ευρώπης για να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας τις τεκτονικές ανακατατάξεις της εποχής της παγκοσμιοποίησης, έτσι θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το σημερινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν επαρκεί για να ανταποκριθεί σε αυτόν το ρόλο. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε η άνοδος των εθνικισμών, ούτε η κοντόθωρη στάση «ο καθένας για τον εαυτό του». Τώρα είναι η στιγμή για να αναληφθούν πρωτοβουλίες που θα συμπληρώσουν και κυρίως θα ενισχύσουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και θα προσφέρουν στην ΕΕ τα εργαλεία που θα της επιτρέψουν να δίνει απαντήσεις στις εσωτερικές της κρίσεις και στις εξωτερικές προκλήσεις.
IV. Πολλές απο τις παραπάνω ερωτήσεις εμπεριέχουν και μέρος της απάντησης. Η κρίση θα ξεπεραστεί με διάλογο, όχι με τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού διχασμού. Στην πορεία προς τις ευρωεκλογές του 2014 τα κόμματα αλλά και η κοινωνία των πολιτών θα έχουν την ευκαιρία να απαιτήσουν να ανοίξει ο διάλογος για την Ευρώπη. Έτσι θα μπορέσει να γίνει όσο πιό ευρύτερα αποδεκτό ένα νέο αφήγημα για την Ευρώπη. Μία Ευρώπη της οποίας τα συστατικά στοιχεία είναι τόσο τα Κράτη όσο και οι λαοί της.
Είναι επείγον να απαντήσουμε στο ερώτημα “τί Ευρώπη θέλουμε”. Προφανώς δεν είναι η Ευρώπη της αυστηρής λιτότητας όπου οι αποφάσεις παίρνονται με τρόπο αδιαφανή και χωρίς κανένα δημοκρατικό έλεγχο. Στη συνέχεια να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους “χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη”: την ειρήνη, το νέο γεωπολιτικό ρόλο της Ευρώπης, τη δημοκρατία, την οικονομική δικαιοσύνη και τον ίσο καταμερισμό της ανάπτυξης. Πρέπει να πείσουμε ότι περισσότερη Ευρώπη σημαίνει καλύτερο μέλλον για όλους τους πολίτες και για τη γενιά που έρχεται.
Εάν μέχρι τον Μάιο του 2014 δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς ο λόγος ύπαρξης (raison d’être) της EE, τότε θα δούμε να επιβεβαιώνεται η αποξένωση του πολίτη από το ευρωπαϊκό πρόταγμα και η αναζήτηση καταφυγίου σε δύο κατευθύνσεις εξίσου επικίνδυνες, τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό.
Ρυθμίσεις σαν αυτή που αφορά στον συντονισμό των εθνικών προϋπολογισμών και στη δυνατότητα διορθωτικής παρέμβασης της Επιτροπής (κατά τη διάρκεια του ονομαζόμενου ευρωπαϊκού εξαμήνου) είναι στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, στις χώρες που έχουν πληγεί απο τη κρίση διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει λύση κοινή για όλα τα προβλήματα (one fits all). Η κάθε χώρα έχει τις ιδιαιτερότητες της, τις αδυναμίες της, τις δικές ανάγκες για διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και τα ταλέντα της, το δικό της συγκριτικό πλεονέκτημα. Η Ευρώπη θα προχωρήσει με την αξιοποίηση όλων των ατού των μελών της και όχι με αποκλεισμούς και κυρίως χωρίς μυωπική προσκόλληση σε συνταγές με αναντίστοιχα αποτελέσματα.
Την ώρα που οι ηγεσίες προτείνουν λύσεις οι οποίες αποδεικνύονται ανεπαρκείς είναι απαραίτητη η επανεξέταση της λειτουργίας της ΕΕ: η επιβολή άνωθεν ειλημμένων αποφάσεων (top-down) πρέπει να αφήσει χώρο για πρωτοβουλίες που θα έρχονται απο την κοινωνία (bottom-up). Μόνο με τον πολίτη μέτοχο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα μπορέσει να σταθεί στέρεα στα πόδια του μέσα στις σαρωτικές διεθνείς αλλαγές. Η κρίση ανέδειξε την ανάγκη για ένα νέο Σύμφωνο Εμπιστοσύνης (βλ. J. Delors, A. Vitorino, UE et croissance: trois pactes plutôt qu’un, Le Huffington Post, 1/4/2013), για μίαν ΕΕ με δεσμούς και θεσμούς ομοσπονδιακού τύπου, που θα στηρίζονται στη δημοκρατία, την ισότιμη αντιπροσώπευση των κρατών και των πολιτών, τη συμμετοχή στην ανάπτυξη και τα οφέλη της και το σεβασμό του πλουραλισμού.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας μοιάζει κιόλας παρωχημένη και ας άρχισε να ισχύει μόλις τον Δεκέμβριο του 2009. Το αίτημα για ουσιαστικές αλλαγές στην ΕΕ που θα συζητηθούν σε Συντακτική Συνέλευση έχει πια ωριμάσει (βλ. Ντ. Κον-Μπεντίτ και Γκ. Βερχόφσταντ, Ξύπνα Ευρώπη, Μεταίχμιο 2012). Δεν αρκεί μία απλή επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας αλλά μία συνολική αναθεώρηση των καταστατικών κειμένων. Η Ευρώπη δεν μπορεί να πάει εμπρός με τα βαρίδια που της έχουν κληροδοτήσει τα εθνικά κράτη. Η οικονομική και η τραπεζική ενοποίηση πρέπει να προχωρήσουν και να πλαισιώσουν μία πολιτική ένωση με ομοσπονδιακούς όρους. Η κοινή εξωτερική πολιτική, η φορολογική πολιτική, η παιδεία πρέπει να συνοδεύονται απο την ανάλογη αύξηση του προϋπολογισμού.
Τα 17 κράτη που έχουν ως νόμισμα το ευρώ οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την περαιτέρω εξισορρόπηση της λειτουργίας της ευρωζώνης, η οποία θα συνοδεύται απο τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές στο εσωτερικό του κάθε κράτους. Η συμμετοχή μίας χώρας στη ζώνη ευρώ και στην ΕΕ συμβαδίζουν. Δεν νοείται για μία χώρα να εξέλθει απο το ευρώ, αλλά να παραμείνει στην ΕΕ. Η θεσμική ενδυνάμωση της ευρωζώνης δεν είναι μία ιδιοτροπία κάποιων αθεράπευτων ευρωπαϊστών, αλλά οικονομική επιταγή που αφορά όλους, σε όποια γεωγραφική ζώνη και αν ανήκουμε, με όποια ταχύτητα και αν προχωράμε.
Παράλληλα, καιροφυλακτούν οι υπέρμαχοι μίας επανεθνικοποίησης των βασικών επιλογών, οι ευρωσκεπτικιστές και οι πολέμιοι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η νωχελική διατήρηση της σημερινής πραγματικότητας δεν μπορεί να διαρκέσει. Η επιλογή, όμως, της χρονικής στιγμής που θα αρχίσει μια τέτοια αναθεώρηση πρέπει να γίνει γνωρίζοντας ότι οι πάσης φύσεως εχθροί της μεγαλύτερης πολιτικής ενοποίησης ετοιμάζουν την αντεπίθεσή τους.
Αυτή είναι και η μόνη υπαρκτή διαχωριστική γραμμή: απο τη μία μεριά όσοι είναι υπέρ της στασιμότητας και τελικά της αυτοαναίρεσης της ΕΕ και από την άλλη αυτοί που θα συνεχίσουν την προσπάθεια για να κρατηθεί η Ευρώπη – τα κράτη μέλη της και οι λαοί της – όρθια μέσα σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό διεθνές περιβάλλον, με γνώμονα το τρίπτυχο αλληλεγγύη, συνοχή, ανάπτυξη.