Θα σας μεταφέρω δυο τρείς εμπειρίες από την δουλειά μου, ταινίες που ήταν συμπαραγωγές Ελλάδας με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και που νομίζω σχετίζονται με το θέμα της Δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Πριν λίγα χρόνια χρειάστηκε να κινηματογραφήσω μια σκηνή στο κέντρο της γνωστής κεντροευρωπαϊκής πρωτεύουσας, μητρόπολης του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος.
Τέσσερις μήνες πριν το γύρισμα ο ευρωπαίος συμπαραγωγός μού έστειλε έναν κατάλογο ερωτήσεων: τι ώρα θα τη γυρίσω, σε ποιο πεζοδρόμιο, πόσοι ηθοποιοί και πόσα άτομα συνεργείο θα είμαστε, πόσες ώρες θα κρατήσει το γύρισμα, μέχρι την ισχύ του ρεύματος που θα χρειαστούμε για τα φώτα μας. Για μια σκηνή 30’’ περίπου δευτερολέπτων ο κανόνας στη χώρα του ήταν ότι έπρεπε να πάρει γύρω στις δώδεκα άδειες. Από την Εκκλησία και τον Δήμο μέχρι τους Συλλόγους των καταστηματαρχών αλλά και των περιπατητών στις όχθες του ποταμού που διέσχιζε την πόλη.
Την ίδια στιγμή εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν ξέραμε καν αν θα γυριστεί η ταινία. Ήταν η εποχή της «ώρας Πασοκ» αν θυμάστε την έκφραση. Οι ρυθμοί του Ελληνικού κράτους, της ΕΡΤ, του Υπ. Πολιτισμού και της Γραμματείας Νέας Γενιάς που είχαμε απευθυνθεί δεν μας είχαν δώσει καν απάντηση εάν θα συμμετάσχουν ή όχι. Δεν ήταν όμως μόνο κρατικός ο αργόσυρτος αυτός ρυθμός. Ίδιο ρυθμό είχε και ο ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός που είχαμε απευθυνθεί, η ιδιωτική εταιρεία διανομή της ταινίας αλλά και άλλοι μικρότεροι ιδιώτες χορηγοί. Ωραία, ναι, προχωρήστε, μας είχαν πει όλοι, επίσημα όμως δεν είχαμε τίποτα στα χέρια μας. Άλλοι μας απάντησαν τρεις ημέρες πριν το γύρισμα, άλλοι κατά τη διάρκεια του, κάποιοι μάλιστα αφού είχαμε ήδη τελειώσει την ταινία.
Η σκηνή βέβαια στην Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα έπρεπε να γυριστεί. Δεν μπορούσαμε να περιμένουμε πότε κράτος και ιδιώτες θα αποφασίσουν να υπογράψουν. Γι αυτό γυρίστηκε παράνομα, πειρατικά, χωρίς άδεια από κανέναν, παραβαίνοντας τον νόμο και τους κανόνες. Κουτσά στραβά είχαμε κάνει την δουλειά μας, πράγμα που επαναλήφθηκε σχεδόν για όλες τις σκηνές που γυρίσαμε εκεί. Όμως ο ευρωπαίος συμπαραγωγός, που με μεγάλο κόπο είχαμε κατορθώσει να αποκτήσουμε, μας δήλωσε κατάχλωμος ότι δεν πρόκειται ποτέ του να ξανασυνεργαστεί με Έλληνες. Του ήταν αδύνατον να καταλάβει τις δικαιολογίες, τις εξηγήσεις μας, την «ώρα Πασοκ» και την γενικότερη ιδιόμορφη σχέση των Ελλήνων με τον χρόνο.
Δυο εβδομάδες αργότερα κάναμε αντίστοιχα γυρίσματα σε μια άλλη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, του Νότου αυτή την φορά, Βαλκανική. Εκεί αντιμετωπίσαμε την αντίθετη πραγματικότητα. Την πλήρη απουσία προγράμματος, οργάνωσης και κάθε έννοιας νόμου και κανόνα. Ένα πλήρες χάος δηλαδή όπου οι πάντες μας διαβεβαίωναν ότι μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Από το να διακόψουμε για ώρες την κίνηση της Εθνικής οδού (!) μέχρι να χρησιμοποιήσουμε όσο θέλουμε τα εκπληκτικά κάποτε και σχεδόν εγκαταλειμμένα πια κρατικά κινηματογραφικά στούντιο και να έχουμε τους πρωταγωνιστές του Εθνικού τους θεάτρου για κομπάρσους . Αρκούσε ένα πράγμα: Να «λαδώναμε» αυτούς που έπρεπε. Πράγμα που επίσης κάναμε παραβαίνοντας μετά τον κεντροευρωπαϊκό και τον βαλκανικό νόμο.
Τρία χρόνια αργότερα χρειάστηκα στην επόμενη ταινία μου, έναν Γερμανό και έναν Ιταλό ηθοποιό σε δεύτερους ρόλους. Η αμοιβή που μας ζήτησε ο Έλληνας πρωταγωνιστής ήταν 30.000. Η αμοιβή που ζήτησαν οι ευρωπαίοι σχετικά άγνωστοι στη χώρα τους ηθοποιοί ήταν 90.000 ο καθένας! Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι ήταν αδύνατον. Μου εξήγησαν ότι αυτές είναι οι κανονικές αμοιβές στις χώρες τους διότι πολύ απλά οι εφορίες Γερμανίας και Ιταλίας τους έπαιρναν το 50%. Η ταινία δεν μπορούσε να γίνει. Τότε οι ίδιοι μου πρότειναν την γνωστή σε εμάς εναλλακτική λύση των «μαύρων», να πάρουν δηλ. τα μισά χωρίς να κόψουν τιμολόγιο. Πράγμα που έγινε.
Και στις τρεις περιπτώσεις που σας ανέφερα για να μπορέσουμε να κάνουμε την δουλειά μας αναγκαστήκαμε όλοι να παραβούμε νόμους και κανόνες κάθε Ευρωπαϊκής χώρας. Και πάνω από όλα της Ελλάδας μιας και όλο αυτό το πανευρωπαϊκό χάος έπρεπε μετά να τακτοποιηθεί από έναν μάγο λογιστή.
Το τραγελαφικό είναι ότι το ίδιο το θέμα της ταινίας ήταν σχετικό διότι είχε να κάνει με τους Ευρωπαϊκούς κανόνες χρηματοδότησης, τα κονδύλια που έρεαν τότε αφειδώς στη χώρα και την κάθε είδους ευφάνταστη χρήση τους από τους Έλληνες. Κατά την διάρκεια της προβολής της ταινίας στο Κοινοβούλιο των Βρυξελλών ένιωθα ντροπή που ξεμπρόστιαζα τη χώρα μου μπρος σε μάτια ξένων. Θυμήθηκα και δικαιολόγησα μέσα μου τον τότε πρωθυπουργό της χώρας που σε μια τυχαία μας συνάντηση νωρίτερα όταν με ρώτησε και του ανέφερα ενθουσιώδης το θέμα της ταινίας, τα Ευρωπαϊκά κονδύλια και την Ελληνική χρήσης τους, αντί για το μπράβο που περίμενα , γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ίσως τελικά όντως να μην έπρεπε να μαθαίνονται αυτά. Από την δύσκολη θέση με έβγαλαν το βράδυ οι τότε ευρωβουλευτές μας Παπαγιαννάκης και Αλαβάνος λέγοντάς μου ότι… «και λίγα έδειξες»! Και ότι οι απάτες με τα ευρωπαϊκά κονδύλια, οι μεγάλες μπάζες, δεν γίνονται από τους Έλληνες ψιλικατζήδες που έδειχνα στην ταινία αλλά από Γερμανούς, Γάλλους και Ιταλούς μεγαλοπαραγωγούς.
Έφερα αυτά τα παραδείγματα για να πω ότι σε μια κοινή ευρωπαϊκή συμπαραγωγή όταν οι θεσμοί, οι νόμοι και οι κανόνες δεν βοήθησαν να κάνουμε τη δουλειά μας, όλοι βρήκαμε τον τρόπο να τους παραβούμε. Έτσι άρχισα να αναθεωρώ αυτό που πίστευα μέχρι τότε ότι δηλ. η παραβατικότητα ήταν ειδικότητα μόνο των Ελλήνων λόγω του Know how που αναγκαστήκαμε να αποκτήσουμε από το 1821 για να αντιμετωπίσουμε το βαυαρικής έμπνευσης κράτος που στήσανε οι σύμμαχοί μας. Διαπίστωσα δηλ. ότι η καταστρατήγηση του νόμου όταν δεν βοηθάει στη δημιουργία είναι και θα παραμείνει πανευρωπαϊκή πρακτική. Η δυσκολία ύπαρξης κοινών συμφωνημένων νόμων και κανόνων θα μας οδηγεί αναγκαστικά στην καταστρατήγηση των υπαρχόντων. Πράγμα που νομίζω είναι το πρώτο βήμα για να μπούμε σιγά σιγά στην κατηφόρα αυτού που λέμε «υποχώρηση της Δημοκρατίας» , τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται και πολύ σωστά διαπιστώνει η μελέτη του βρετανικού think tank που διάβασα πριν έρθω. Είναι μια μελέτη- ακτινογραφία που μιλάει με χρήσιμους και απαραίτητους αριθμούς, στατιστικές και παρατήρηση των συμπτωμάτων κάθε χώρας, δεν μιλάει όμως , προφανώς δεν είχε καν την πρόθεση, για τους λόγους που τα προκαλούν.
Ξέρουμε όλοι πόσο δύσκολο είναι να τους εντοπίσουμε ώστε να μπορέσουν να ομονοήσουν τόσο διαφορετικοί λαοί, πολιτισμοί, οικονομίες αλλά και ιστορικές διαδρομές. Γέννημα αυτής της δυσκολίας είναι νομίζω η υποχώρηση της Δημοκρατίας που εκφράζει ο Ευρωσκεπτικισμός των ακροδεξιών και ακροαριστερών μορφωμάτων. Αυτό που τα ενώνει είναι ο φόβος για το άγνωστο και η επιστροφή στην εσωστρέφεια και περιχαράκωση στα δήθεν ασφαλή εθνικά πλαίσια. Αν και μοιάζει «επιθετική» είναι μια φοβισμένη συντηρητική οπισθοδρόμηση.
Τι θα μπορούσε άραγε να την ανακόψει ;
Αυτό που δεν σας ανέφερα στα προηγούμενα παραδείγματα ήταν ότι μιας και τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, νόμιμο ή παράνομο οι ταινίες έγιναν, η αναγκαστική αυτή συνεργασία διαφορετικών μεταξύ μας Ευρωπαίων ανέτρεψε σχεδόν όλα τα κλισέ που είχε ο ένας για τον άλλο. Ο αναγκαστικός αυτός διάλογος μας, όχι θεωρητικός αλλά απόλυτα πρακτικός, ξεκαθάρισε σε όλους μας μέχρι και βαθύτερα ιστορικά αίτια που εμπόδιζαν τη συνεννόηση. Παρά τις γκρίνιες και τις συγκρούσεις μας καταλάβαμε όλοι σε τι διαφέρουμε, σε τι υπερέχουμε, τι λείπει από τον καθένα μας και τι έχει ο άλλος να του προσφέρει σε αυτό. Πράγμα που διέλυσε την δικαιολογημένη αρχικά καχυποψία και το μετάνιωμα για την ώρα και τη στιγμή που αποφασίζαμε να συνεργαστούμε. Τώρα πια μπορώ να πω ότι πέρα από τις ταινίες, γέννησε αμοιβαία εκτίμηση και γερές φιλίες. (Στο τσακ μάλιστα γλιτώσαμε κι από παντρειές…) Δεν ήταν εύκολος δρόμος. Ούτε κι έγινε από την αρχή. Έγινε μόνο όταν από τα προκαταρκτικά παζάρια, τις διαφωνίες και τις θεωρητικές, καλή ώρα, κουβέντες, αναγκαστήκαμε να περάσουμε σε κοινή πράξη, σε κοινή δουλειά.
Ήθελα λοιπόν απλά να πω ότι μέσα από την δουλειά μου είδα ότι καμία συμφωνία, κανένας νόμος, κανένας κανόνας δεν θα είναι βιώσιμος όσο δεν διευκολύνει κοινές, πρακτικές δραστηριότητες των διαφορετικών μεταξύ μας Ευρωπαίων. Μόνο μέσα από αυτές μπορούμε να οδηγηθούμε στο ξεκαθάρισμα της αληθινής ταυτότητας του καθενός μας και στη διάλυση της πλαστής εικόνας που έχει ο ένας για τον άλλο. Η συμφωνία που θα προκύψει μέσα από την κοινή μας δουλειά, θα μας οδηγήσει στους κοινούς Ευρωπαϊκούς κανόνες που θα πάψουν τότε να αντιμετωπίζονται σαν εμπόδια αλλά θα γίνουν τα στηρίγματα, τα κοινά για όλους θεμέλια της Δημοκρατίας που η υποχώρησή της σήμερα δικαιολογημένα μας τρομοκρατεί.
Και κάτι τελευταίο: Μέσα από τη δουλειά μου στον κινηματογράφο είδα ότι ο διάλογος αυτός , η κοινή δουλειά, η κοινή μας αγωνία δεν είναι κάτι σαν αναγκαστικό φάρμακο που πρέπει όλοι να πιούμε επειδή μας έτυχε να συγκατοικούμε σε μια κοινή ήπειρο. Περιέχει πράγματι συγκρούσεις και τριβές, στο τέλος όμως περιέχει πολύ περισσότερη δημιουργικότητα και αυτογνωσία για όλους. Πριν λοιπόν την μεγάλη Ευρωπαϊκή συμφωνίας μας, το μεγάλο δημοκρατικό μνημόνιο θα πρέπει πρώτα να πετύχουμε στα πολλά μικρά και καθημερινά. Είναι κάτι που πιστεύω πρέπει να επικοινωνήσουν όχι οικονομολόγοι, τεχνοκράτες και πολιτικοί αλλά κυρίως οι άνθρωποι του πολιτισμού της κάθε χώρας.