Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του Μάριο Ντράγκι στην συνεδρίαση για τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (Βρυξέλλες, 16 Απριλίου 2024).
Ο πρ. Πρόεδρος της ΕΚΤ, πρ. Πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρ. Διοικητής της Κεντρικής της Τράπεζας, έχει κληθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ετοιμάσει μία έκθεση για την ανταγωνιστικοτητα της Ε.Ε. Η έκθεση αναμένεται να παρουσιαστεί πριν τα τέλη του Ιουλίου 2024.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του Μάριο Ντράγκι στην συνεδρίαση για τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (Βρυξέλλες, 16 Απριλίου 2024), όπου εκθέτει για πρώτη φορά μερικά από τα στοιχεία που θα περιλαμβάνει η έκθεση:
Υπό μία έννοια, αυτή είναι η πρώτη φορά που έχω την ευκαιρία να αρχίσω να μοιράζομαι μαζί σας πώς διαμορφώνεται η σχεδίαση και φιλοσοφία της έκθεσής που ετοιμάζω.
Επί μακρόν, η ανταγωνιστικότητα ήταν ένα επίμαχο ζήτημα για την Ευρώπη.
Το 1994, ο οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, που μετέπειτα βραβεύτηκε με το Νόμπελ Οικονομίας, χαρακτήρισε ως «επικίνδυνη εμμονή» την προσήλωση στην ανταγωνιστικότητα. Το επιχείρημά του ήταν ότι η μακροχρόνια ανάπτυξη προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία τους ωφελεί όλους, σε αντίθεση με το να προσπαθεί κανείς να βελτιώσει τη σχετική του θέση έναντι των άλλων και να αποσπά το μερίδιό τους από την οικονομική μεγέθυνση.
Η προσέγγιση που υιοθετήσαμε για την ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη μετά την κρίση δημόσιου χρέους φαίνεται ότι επιβεβαίωσε την παρατήρησή του. Ακολουθήσαμε μια σκόπιμη στρατηγική προσπαθώντας να μειώσουμε το μισθολογικό κόστος μεταξύ μας – και, συνδυάζοντας αυτό με μια προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, το τελικό αποτέλεσμα ήταν μόνο να αποδυναμώσουμε τη δική μας εγχώρια ζήτηση και να υπονομεύσουμε το κοινωνικό μας μοντέλο.
Αλλά το κύριο ζήτημα δεν είναι ότι η ανταγωνιστικότητα είναι μια ελαττωματική έννοια. Είναι ότι η Ευρώπη είχε εστιάσει σε λάθος σημεία.
Έχουμε στραφεί προς το εσωτερικό μας, βλέποντας ως ανταγωνιστές τις χώρες εντός της ΕΕ, ακόμα και σε τομείς όπως η άμυνα και η ενέργεια όπου έχουμε σημαντικά κοινά συμφέροντα. Ταυτόχρονα, δεν έχουμε κοιτάξει αρκετά προς τα έξω: έχοντας ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο, τελικά δεν δώσαμε αρκετή προσοχή στην εξωτερική μας ανταγωνιστικότητα ως ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα.
Σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, εμπιστευτήκαμε τους διεθνείς κανόνες ανταγωνισμού και την οργανωμένη με βάση αυτούς τους κανόνες διεθνή τάξη, περιμένοντας ότι οι άλλοι θα έκαναν το ίδιο. Αλλά τώρα ο κόσμος αλλάζει γρήγορα και έχουμε πιαστεί απροετοίμαστοι.
Το πιο σημαντικό: άλλες περιοχές δεν παίζουν πλέον με τους κανόνες και εφαρμόζουν ενεργά πολιτικές για να ενισχύσουν την ανταγωνιστική τους θέση. Στην καλύτερη περίπτωση,, αυτές οι πολιτικές έχουν σχεδιαστεί για να επανακατευθύνουν τις επενδύσεις προς τις δικές τους οικονομίες σε βάρος των δικών μας. Στη χειρότερη, έχουν σχεδιαστεί για να μας καταστήσουν μόνιμα εξαρτημένους από αυτούς.
Η Κίνα, για παράδειγμα, στοχεύει να ενσωματώσει και εσωτερικεύσει όλα τα τμήματα της αλυσίδας εφοδιασμού σε πράσινες και προηγμένες τεχνολογίες και αυτή τη στιγμή εξασφαλίζει την πρόσβαση στους απαραίτητους πόρους. Αυτή η ταχεία επέκταση της προσφοράς οδηγεί σε σημαντική υπερπαραγωγή σε πολλούς τομείς και απειλεί να υπονομεύσει τις δικες μας βιομηχανίες.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούν μια μεγάλης κλίμακας βιομηχανική πολιτική για να προσελκύσουν υψηλής αξίας παραγωγική ικανότητα εντός των συνόρων τους – συμπεριλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών εταιρειών – ενώ χρησιμοποιούν προστατευτική πολιτική για να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές και να αξιοποιήσουν τη γεωπολιτική τους δύναμη για να επανακαθοριστούν οι αλυσίδες εφοδιασμού.
Ποτέ δεν είχαμε ένα αντίστοιχο “Industrial Deal” σε επίπεδο ΕΕ, παρόλο που η Επιτροπή έκανε τα πάντα, εντός των δυνατοτήτων της, για να καλύψει αυτό το κενό. Ως εκ τούτου, παρά τις πολλές θετικές πρωτοβουλίες που βρίσκονται υπό εξέλιξη, ακόμη μας λείπει μια συνολική στρατηγική για το πώς να ανταποκριθούμε σε πολλαπλούς τομείς.
Μας λείπει μια στρατηγική για το πώς θα συμβαδίσουμε σε έναν όλο και πιο αδυσώπητο αγώνα για ηγεσία στις νέες τεχνολογίες. Σήμερα επενδύουμε λιγότερο σε ψηφιακές και προηγμένες τεχνολογίες από τις ΗΠΑ και την Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας, και έχουμε μόνο τέσσερις ευρωπαϊκές τεχνολογικές εταιρείες ανάμεσα στις 50 κορυφαίες παγκοσμίως.
Μας λείπει μια στρατηγική για το πώς να προστατεύσουμε τις παραδοσιακές μας βιομηχανίες από ένα άνισο διεθνές σύστημα που προκαλείται από ασυμμετρίες στους ρυθμιστικούς κανονισμούς, τις επιδοτήσεις και τις εμπορικές πολιτικές.
Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας είναι μια περίπτωση που πρέπει να εξετάσουμε.
Σε άλλες περιοχές, αυτές οι βιομηχανίες όχι μόνο αντιμετωπίζουν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, αλλά αντιμετωπίζουν επίσης μικρότερο κόστος συμμόρφωσης με τη νομοθεσία και, σε κάποιες περιπτώσεις, λαμβάνουν τεράστιες επιδοτήσεις που απειλούν άμεσα την ικανότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών να τις ανταγωνιστούν.
Χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες πολιτικές δράσεις, είναι λογικό επακόλουθο ότι κάποιες από τις βιομηχανίες μας θα κλείσουν ή θα μετεγκατασταθούν εκτός ΕΕ.
Mας λείπει μια στρατηγική για να διασφαλίσουμε ότι έχουμε τους πόρους και τις εισροές που χρειαζόμαστε για να εκπληρώσουμε τους στόχους μας χωρίς να αυξήσουμε τις εξαρτήσεις μας από τρίτους.
Δικαίως έχουμε μια φιλόδοξη κλιματική ατζέντα στην Ευρώπη και αυστηρούς στόχους για τα ηλεκτρικά οχήματα. Αλλά σε έναν κόσμο όπου οι ανταγωνιστές μας ελέγχουν πολλούς από τους πόρους που χρειαζόμαστε, μια τέτοια ατζέντα πρέπει να συνδυαστεί με ένα σχέδιο για την ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας μας – από κρίσιμα μεταλλεύματα μέχρι μπαταρίες και υποδομή φόρτισης.
Η απάντησή μας έχει υπάρξει περιορισμένη επειδή η οργάνωση, η λήψη αποφάσεων και η χρηματοδότησή μας είναι σχεδιασμένες για «τον κόσμο του χθες» – προ-Covid, προ-Ουκρανίας, προ-συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, προ-επιστροφής της αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου.
Αλλά χρειαζόμαστε μια ΕΕ που να είναι κατάλληλη να ανταπεξέλθει για τον κόσμο του σήμερα και του αύριο. Και έτσι αυτό που προτείνω στην έκθεση που η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μου ζήτησε να προετοιμάσω είναι ριζική αλλαγή, γιατί αυτό είναι αυτό που χρειάζεται η Ένωση.
Θα χρειαστεί να μετασχηματιστεί μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας. Χρειαζόμαστε να μπορούμε να βασιζόμαστε σε απολιγνιτοποιημένα και ανεξάρτητα ενεργειακά συστήματα, ένα ολοκληρωμένο και επαρκές αμυντικό σύστημα με έδρα την ΕΕ, εγχώρια παραγωγή στους πιο καινοτόμους και ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς, και μια ηγετική θέση στη “deep tech” και στην ψηφιακή καινοτομία που θα είναι κοντά στη παραγωγική μας βάση.
Αλλά καθώς οι ανταγωνιστές μας κινούνται γρήγορα, πρέπει επίσης να επανααξιολογήσουμε τις προτεραιότητες μας. Άμεση δράση είναι απαραίτητη στους τομείς με την υψηλότερη έκθεση σε πράσινες, ψηφιακές και αμυντικές προκλήσεις. Στην έκθεσή μου, επικεντρωνόμαστε σε δέκα από αυτούς τους μακρο-τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Κάθε τομέας απαιτεί συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και εργαλεία. Παρ’ όλα αυτά, στην ανάλυσή μας υπάρχουν τρεις αναδυόμενες κοινές γραμμές για παρεμβάσεις πολιτικής.
Το πρώτο κοινό νήμα είναι η επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Οι κύριοι ανταγωνιστές μας εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι είναι οικονομίες ηπειρωτικού μεγέθους για να πετύχουν αποδόσεις κλίμακας, να αυξήσουν τις επενδύσεις και να κατακτήσουν μερίδιο αγοράς στις βιομηχανίες ύψιστης σημασία. Έχουμε το ίδιο φυσικό πλεονέκτημα μεγέθους στην Ευρώπη, αλλά η διασπορά μας εμποδίζει από ανάλογα αποτελέσματα.
Στην αμυντική βιομηχανία, για παράδειγμα, η έλλειψη κλίμακας αποτρέπει την πλήρη ανάπτυξη της βιομηχανικής ικανότητας της Ευρώπης, πρόβλημα που αναγνωρίζεται στην πρόσφατη Στρατηγική για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία. Οι πέντε κορυφαίοι παίκτες στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 80% της αγοράς τους, ενώ οι πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 45% της ευρωπαϊκής αγοράς.
Αυτή η διαφορά προκύπτει εν μέρει επειδή οι δαπάνες για την άμυνα της ΕΕ είναι διασπασμένες.
Οι κυβερνήσεις δεν προμηθεύονται πολλά μαζί – οι συνεργατικές προμήθειες αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20% των δαπανών – και δεν επικεντρώνονται αρκετά στην αγορά μας: σχεδόν το 80% των προμηθειών τα τελευταία δύο χρόνια προέρχεται εκτός ΕΕ.
Για να ανταποκριθούμε στις νέες ανάγκες άμυνας και ασφάλειας, πρέπει να εντείνουμε τις κοινές μας προμήθειες, να αυξήσουμε τον συντονισμό των δαπανών μας και την διαλειτουργικότητα του εξοπλισμού μας, και να μειώσουμε σημαντικά τις διεθνείς μας εξαρτήσεις.
Ένα άλλο παράδειγμα όπου δεν αξιοποιούμε την κλίμακα είναι οι τηλεπικοινωνίες. Έχουμε μια αγορά περίπου 450 εκατομμυρίων καταναλωτών στην ΕΕ, αλλά η επένδυση ανά κεφαλή είναι το μισό από αυτή στις ΗΠΑ, και υστερούμε στην ανάπτυξη 5G και οπτικών ινών.
Ένας λόγος για αυτό το χάσμα είναι ότι έχουμε 34 ομίλους κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη – και αυτή είναι μια συντηρητική εκτίμηση, έχουμε πραγματικά πολύ περισσότερες που λειτουργούν συχνά σε εθνική κλίμακα, έναντι τριών στις ΗΠΑ και τεσσάρων στην Κίνα. Για να παράγουμε περισσότερες επενδύσεις, πρέπει να απλοποιήσουμε και να εναρμονίσουμε περαιτέρω τους τηλεπικοινωνιακούς κανονισμούς σε όλα τα κράτη μέλη και να υποστηρίξουμε, όχι να εμποδίσουμε, τις συγχωνεύσεις.
Και η κλίμακα είναι επίσης κρίσιμη, με διαφορετικό τρόπο, για τις νέες εταιρείες που παράγουν τις πιο καινοτόμες ιδέες. Το επιχειρηματικό τους μοντέλο εξαρτάται από την ικανότητα να αναπτύσσονται γρήγορα και να εμπορευματοποιούν τις ιδέες τους, που με τη σειρά του απαιτεί μεγάλη εγχώρια αγορά.
Η κλίμακα είναι επίσης σημαντική για την ανάπτυξη νέων, καινοτόμων φαρμάκων, μέσω της τυποποίησης των δεδομένων ασθενών της ΕΕ, και τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, η οποία χρειάζεται όλα αυτά τα πλούσια δεδομένα που έχουμε – αν μόνο μπορούσαν να τυποποιηθούν.
Στην Ευρώπη, είμαστε παραδοσιακά πολύ δυνατοί στην έρευνα, αλλά αποτυγχάνουμε να μεταφέρουμε την καινοτομία στην αγορά και να την αναβαθμίσουμε. Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το εμπόδιο επανεξετάζοντας, μεταξύ άλλων, την τρέχουσα προληπτική ρύθμιση στην τραπεζική πίστωση και δημιουργώντας ένα νέο κοινό ρυθμιστικό καθεστώς για τις νεοσύστατες τεχνολογικές εταιρείες.
Το δεύτερο κοινό νήμα είναι η παροχή δημόσιων αγαθών. Όπου υπάρχουν επενδύσεις από τις οποίες όλοι ωφελούμαστε, αλλά καμία χώρα δεν μπορεί να τις υλοποιήσει μόνη της, υπάρχει ένα ισχυρό επιχείρημα για να δράσουμε μαζί – καθώς διαφορετικά δεν θα ανταποκριθούμε στις ανάγκες μας για το κλίμα και την άμυνα για παράδειγμα, αλλά και σε άλλους τομείς επίσης.
Υπάρχουν αρκετά σημεία καμπής στην ευρωπαϊκή οικονομία όπου η έλλειψη συντονισμού σημαίνει ότι οι επενδύσεις είναι αναποτελεσματικά χαμηλές. Τα ενεργειακά δίκτυα, και ιδιαίτερα οι διασυνδέσεις τους, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Είναι σαφώς ένα δημόσιο αγαθό, καθώς μία ενοποιημένη ενεργειακή αγορά θα μείωνε το κόστος ενέργειας για τις εταιρίες μας και θα μας έκανε πιο ανθεκτικούς απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις – ένας στόχος που η Επιτροπή έχει θέσει στο πλαίσιο του REPowerEU.
Αλλά οι διασυνδέσεις απαιτούν αποφάσεις για τον σχεδιασμό, τη χρηματοδότηση, τις προμήθειες υλικών και τη διοίκηση που είναι δύσκολο να συντονιστούν – και έτσι δεν θα μπορέσουμε να χτίσουμε μια πραγματική Ένωση Ενέργειας εκτός και αν συμφωνήσουμε σε μια κοινή προσέγγιση.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι υποδομές μας όσον αφορά τους υπερυπολογιστές. Η ΕΕ διαθέτει ένα δημόσιο δίκτυο υπολογιστών υψηλής απόδοσης (HPCs) που είναι κορυφαίο παγκοσμίως, αλλά ο αντίκτυπός του (spillover) στον ιδιωτικό τομέα είναι επί του παρόντος πολύ περιορισμένος.
Αυτό το δίκτυο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον ιδιωτικό τομέα – για παράδειγμα από AI startups και μικρομεσαίες επιχειρήσεις – και σε αντάλλαγμα, τα οικονομικά οφέλη που θα λαμβάνονταν θα μπορούσαν να επανεπενδυθούν για να αναβαθμίσουν τα HPCs και να υποστηρίξουν την επέκταση του ευρωπαϊκού cloud.
Μόλις αναγνωρίσουμε αυτά τα δημόσια αγαθά, πρέπει επίσης να δώσουμε στον εαυτό μας τα μέσα για να τα χρηματοδοτήσουμε. Ο δημόσιος τομέας έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει, και έχω μιλήσει προηγουμένως για το πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα την κοινή δανειακή ικανότητα της ΕΕ, ειδικά σε τομείς – όπως η άμυνα – όπου η διασπασμένη δαπάνη μειώνει τη συνολική μας αποτελεσματικότητα.
Ωστόσο, το επενδυτικό κενό θα πρέπει να καλυφθεί από ιδιωτικές επενδύσεις. Η ΕΕ διαθέτει πολύ υψηλές ιδιωτικές αποταμιεύσεις, αλλά κατευθύνονται κυρίως σε τραπεζικές καταθέσεις και δεν χρηματοδοτούν την ανάπτυξη όσο θα μπορούσαν σε μια μεγαλύτερη κεφαλαιαγορά. Γι’ αυτό και η προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) αποτελεί αναγκαίο μέρος της συνολικής στρατηγικής ανταγωνιστικότητας.
Το τρίτο νήμα είναι η εξασφάλιση της προσφοράς ουσιωδών πόρων και εισροών.
Εάν θέλουμε να υλοποιήσουμε τις κλιματικές μας φιλοδοξίες χωρίς να αυξήσουμε τις εξαρτήσεις μας από χώρες στις οποίες δεν μπορούμε πλέον να βασιστούμε, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να καλύπτει όλα τα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού κρίσιμων ορυκτών.
Αυτή τη στιγμή αφήνουμε κατά κύριο λόγο αυτόν τον χώρο στους ιδιωτικούς φορείς, ενώ άλλες κυβερνήσεις ηγούνται άμεσα ή συντονίζουν ενεργά ολόκληρη την αλυσίδα. Χρειαζόμαστε μια εξωτερική οικονομική πολιτική που να προσφέρει το ίδιο για την οικονομία μας.
Η Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία με τον νόμο πέρι κρίσιμων πρώτων υλών, αλλά χρειαζόμαστε συμπληρωματικά μέτρα για να καταστήσουμε τους στόχους μας πιο απτούς. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια αφιερωμένη Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Κρίσιμων Ορυκτών, κυρίως για κοινές προμήθειες, την εξασφάλιση διαφοροποιημένης προσφοράς, τη συγκέντρωση και τη χρηματοδότηση, καθώς και την αποθήκευση τους.
Ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο που χρειάζεται να εξασφαλίσουμε – και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εσάς, τους κοινωνικούς εταίρους – είναι η εξασφάλιση εξειδικευμένων εργαζομένων.
Στην ΕΕ, τα τρία τέταρτα των εταιρειών αναφέρουν πως αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσληψη εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες, ενώ 28 επαγγέλματα που αντιπροσωπεύουν το 14% του εργατικού δυναμικού μας έχουν σήμερα ελλείψεις εργατικού δυναμικού.
Με τις κοινωνίες να γηράσκουν και με την ύπαρξη λιγότερο ευνοϊκής στάσης απέναντι στη μετανάστευση, θα χρειαστεί να βρούμε αυτές τις δεξιότητες εσωτερικά. Πολλοί ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν τη συνάφεια των δεξιοτήτων και να διαμορφώσουν ευέλικτα μονοπάτια αναβάθμισης δεξιοτήτων.
Ένας από τους πιο σημαντικούς παίκτες σε αυτό το πεδίο θα είστε εσείς, οι κοινωνικοί εταίροι. Έχετε πάντα κεντρικό ρόλο στις περιόδους αλλαγής, και η Ευρώπη θα βασιστεί σε εσάς για να βοηθήσετε στην προσαρμογή της αγοράς εργασίας μας στην ψηφιακή εποχή και να ενδυναμώσετε τους εργαζόμενούς μας.
Αυτά τα τρία νήματα απαιτούν να σκεφτούμε σε βάθος πώς οργανωνόμαστε, τι θέλουμε να κάνουμε μαζί και τι θέλουμε να διατηρήσουμε σε εθνικό επίπεδο. Όμως, δεδομένης της επείγουσας φύσης της πρόκλησης την οποία αντιμετωπίζουμε, δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερήσουμε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα σημαντικά ερωτήματα μέχρι μια επόμενη αλλαγή ευρωπαϊκής Συνθήκης.
Για να εξασφαλίσουμε τη συνοχή μεταξύ διαφορετικών εργαλείων πολιτικής, θα πρέπει να μπορούμε να αναπτύξουμε τώρα ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών μας.
Και αν δούμε ότι αυτό δεν είναι εφικτό, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε προχωρήσουμε με ένα υποσύνολο των κρατών μελών. Για παράδειγμα, η ενισχυμένη συνεργασία με τη μορφή ενός 28ου καθεστώτος θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ένωση Κεφαλαιαγορών την κινητοποίηση για επενδύσεις. Αλλά επί της αρχής, πιστεύω ότι η πολιτική συνοχή της Ένωσής μας απαιτεί να δράσουμε μαζί – ιδανικά πάντα. Και πρέπει να αντιληφθούμε ότι η πολιτική συνοχή μας απειλείται τώρα από τις αλλαγές που συμβαίνουν στον υπόλοιπο κόσμο.
Η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς μας δεν είναι κάτι που μπορούμε να επιτύχουμε μονομερώς, ή μόνο ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον. Απαιτεί να δράσουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση με έναν τρόπο που ποτέ δεν έχουμε δράσει προηγουμένως.
Οι αντίπαλοί μας προχωρούν μπροστά επειδή μπορούν να δράσουν ως μία χώρα, με μία στρατηγική, και να ευθυγραμμίσουν όλα τα απαραίτητα εργαλεία και τις απαραίτητες πολιτικές πίσω από αυτή τη στρατηγική.
Αν θέλουμε να είμαστε ισοδύναμοι μαζί τους, θα χρειαστούμε μια ανανεωμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών – έναν επαναπροσδιορισμό της Ένωσής μας που δεν είναι λιγότερο φιλόδοξος από αυτό που επιχείρησαν οι ιδρυτικοί πατέρες της πριν από 70 χρόνια με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα.
Ευχαριστώ πολύ.