Στις αρχές Δεκεμβρίου το Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγικότητας της Ελλάδος παρουσίασε την ετήσια έκθεση για το 2023.
Η έκθεση έχει μια αισιόδοξη προσέγγιση δίνοντας θετικές προοπτικές στην ελληνική οικονομία ,αναφερόμενη όμως τόσο στις προϋποθέσεις όπως οι επενδύσεις και μάλιστα οι βιώσιμες επενδύσεις ιδιαίτερα στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας ,αλλά και στο διαχρονικό πρόβλημα της παραγωγικότητας της εργασίας η οποία ουσιαστικά έμεινε αμετάβλητη κατά την περίοδο 2019-2023.
Η έκθεση παρουσιάστηκε με πολλούς τρόπους. Δύο από τις μεγάλες ιστοσελίδες είχαν ως τίτλο.
Η πρώτη, ΚΕΠΕ: Η Ελλάδα είναι έτοιμη να απογειωθεί – κλειδί η παραγωγικότητα.
Η δεύτερη, ΚΕΠΕ: Κολλημένο το spread παραγωγικότητας Ελλάδος – ΕΕ.
Προφανώς και οι δύο ιστοσελίδες παρουσίασαν ολόκληρη την έκθεση αλλά με διαφορετικό πνεύμα και πολιτική εκτίμηση.
Γίνεται λοιπόν σαφές με πολλούς τρόπους πόσο δύσκολο ζήτημα είναι η πολύτιμη συναίνεση, αλλά και ο αντικειμενικός πολιτικός λόγος, κατ΄επέκταση και στα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Οι αριθμοί δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία άντεξε τις πολλαπλές κρίσεις και οι αριθμοί παρά την συνεχή επανάληψη της φράσης του Γεωργίου Παπανδρέου (οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν) είναι ένα σημαντικό στοιχείο για να αποτυπώσουμε την κατάσταση και να προχωρήσουμε σε επιλογές.
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρουσιάζει καλή πορεία των εξαγωγών, πολύ σημαντικά έσοδα από τον τουρισμό, θετική εικόνα των δημοσίων εσόδων και τα ευρωπαϊκά προγράμματα και κονδύλια δημιουργούν θετικές προοπτικές.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αποτελούν την συνήθη εικόνα για τη χώρα. Πέρα όμως από αυτή την εικόνα ,υπάρχει μεγάλη απόσταση ώστε να επιτευχθεί τέτοια ανάπτυξη η οποία θα προσελκύσει επαρκή αριθμό σε μακροχρόνια βάση επενδύσεων, θα δημιουργήσει ποιοτικές θέσεις εργασίας και θα βελτιώσει τους μισθούς οι οποίοι σήμερα είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το δημόσιο αίσθημα για την οικονομία διαμορφώνεται μέσα από την ατομική και συλλογική πρόσληψη των δυσκολιών του να ανταπεξέλθει η κοινωνία στις καθημερινές βασικές ανάγκες.
Αυτό το δημόσιο αίσθημα (εξαιρετικά σημαντικός παράγων προόδου) έχει βελτιωθεί, αλλά εξακολουθεί να είναι προβληματικό.
Είναι προφανώς πολλοί οι επιμέρους τομείς και ο συνδυασμός πολιτικών που οφείλει η κυβέρνηση να επιλέξει για να επιτύχει τον βασικό στόχο που καταλαβαίνουν όλοι:
Να αυξήσει δηλαδή τους μισθούς ώστε να επιστρέψουν οι έξω και να ζήσουν καλύτερα οι μέσα!
Επιλέγω να επικεντρώσω στο θέμα της Δ΄ Βιομηχανικής Επανάστασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού που είναι αναγκαίος και για τον οποίο απαιτείται πολύ μεγαλύτερη επικέντρωση και ταχύτητα στην Ελλάδα από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό δείκτη DESI, που είναι ο δείκτης ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας και παρακολουθεί τις ψηφιακές επιδόσεις της κάθε χώρας, η Ελλάδα είναι τρίτη από το τέλος για το 2022 έχοντας πίσω της την Βουλγαρία και την Ρουμανία.
Η αλήθεια είναι ότι σε πολλούς επιμέρους δείκτες από το 2019 και μετά υπάρχει σημαντική πρόοδος η οποία είναι αισθητή και στη κοινωνία και στις επιχειρήσεις. Συνολικά όμως όσον αφορά την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα και οι άλλες χώρες τρέχουν με πολύ γρήγορους ρυθμούς και θα πρέπει μέχρι το 2030 να είμαστε και εμείς στον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός αφορά την ψηφιοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη. Η πρώτη είναι αναγκαία προϋπόθεση της δεύτερης.
Οι τεράστιες δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης και η μεγάλη ταχύτητα στην εξέλιξη και στη διάδοση της την καθιστούν νούμερο ένα προτεραιότητα για την αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα , για βιώσιμες επενδύσεις, για την βελτίωση της αποδοτικότητας και της αμοιβής της ανθρώπινης εργασίας και όλα αυτά σε όλους τους τομείς.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Microsoft η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ κατά 195 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2035.
Το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας σύμφωνα με τις οικονομικές προβλέψεις θα μπορεί να έχει θετικό αποτύπωμα και στο ΑΕΠ, αλλά και στην απασχόληση. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι στον χώρο του ψηφιακού μετασχηματισμού θα πρέπει να εισέλθουν το 94% των ελληνικών επιχειρήσεων που έχουν κάτω από δέκα εργαζόμενους.
Είναι σημαντικό να ανακοινώνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων και το είδος ενίσχυσης για την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στην παραγωγική τους δραστηριότητα στο τέλος κάθε έτους.
Μπορούμε να βάλουμε ποσοτικούς στόχους;
Επίσης με δεδομένο το συμφωνημένο ευρωπαϊκό στόχο, ότι μέχρι το 2030 το 80% του πληθυσμού πρέπει να έχει τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες θα ήταν μια θετική πρωτοβουλία να ανακοινώνονται κάθε χρόνο όχι μόνο πόσοι εκπαιδεύονται, αλλά πόσοι πιστοποιούνται και πόσοι απορρίπτονται.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό για την οικονομία οι τεράστιες ευρωπαϊκές ενισχύσεις για τις ψηφιακές δεξιότητες να πιάσουν τόπο και να μην λειτουργήσουν ως επιδόματα όπως έγινε πολλές φορές στο παρελθόν.
Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας είναι η σύνθεση δεκάδων επι μέρους πολιτικών, από το φορολογικό σύστημα , την λειτουργία των τραπεζών μέχρι την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Η επένδυση όμως στο ανθρώπινο κεφάλαιο ιδιαίτερα στον 21ο αιώνα με τις τεράστιες προκλήσεις του είναι η πρώτη προτεραιότητα.
Η Ελλάδα μέσα στην πορεία της ιστορίας της βασίστηκε πάντοτε στην δύναμη και την πρωτοπορία των ανθρώπων της.