Άρθρο του αντιπροέδρου του ΔΙΚΤΥΟΥ Σέργιου Θεοδωρίδη, στην athensvoice.gr
Αυτή τη στιγμή φαίνεται πώς η ΕΕ έχει προβάδισμα στην έρευνα σε τεχνολογίες του επόμενου κύματος
Η συζήτηση και το όραμα για την ψηφιακή κυριαρχία, τα δεδομένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον υπόλοιπο κόσμο, οι νέες τεχνολογίες.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, πριν από το 2030 οι σχετικές με την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) τεχνολογίες θα συνεισφέρουν στην παγκόσμια οικονομία πάνω από 13 τρισεκατομμύρια δολάρια, όσο δηλαδή είναι σήμερα η ετήσια συνεισφορά της Κίνας. Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι αναμφισβήτητα οι δύο πρωτοπόρες οικονομίες στον τομέα αυτόν. Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο είναι ανάμεσα στις χώρες που ξεχωρίζουν στον παγκόσμιο αυτό ανταγωνισμό αλλά η ΕΕ, ως ενιαία πολιτική οντότητα, υπολείπεται σαφώς σε σχέση με το ειδικό βάρος που της αντιστοιχεί. Από τις 15 μεγαλύτερες εταιρείες στο χώρο καμία δεν είναι Ευρωπαϊκή. Αυτό δεν έχει αντίκτυπο μόνο στην ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας αλλά και στην επιρροή της EE στο να συνδιαμορφώσει / επιβάλει / εξάγει διεθνή πρότυπα και σχετικούς κανόνες λειτουργίας και χρήσης των τεχνολογιών αυτών.
Το τελευταίο αποκτά ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία εάν, πράγματι, η ΕΕ πρόκειται να πρωτοστατήσει και να βάλει τη σφραγίδα της προς την κατεύθυνση της δημιουργίας και διάχυσης αυτού που αποκαλούμε αξιόπιστη (trust worthy) TN που θα χαρακτηρίζεται από διαφάνεια, πλουραλισμό χωρίς διακρίσεις, δικαιοσύνη και που θα είναι ανοικτή σε λογοδοσία και εποπτεία. Η αλήθεια είναι ότι έχει ήδη δαπανηθεί πολύτιμος χρόνος σε συσκέψειςκαι σε κανονισμούς. Κανείς, όμως, διαιτητής δεν κέρδισε ποτέ κανέναν αγώνα. Οι αγώνες «κερδίζονται» από ισχυρές ομάδες με ισχυρή εσωτερική συνοχή.
Αυτή τη στιγμή είναι η στιγμή της δράσης. Η ωμή πραγματικότητα είναι ότι η ΕΕ υστερεί σε ανταγωνιστικότητα στον τομέα αυτό, παρά την ισχυρή βιομηχανική της βάση και το μεγάλο σε αριθμό ανθρώπινο δυναμικό της, που πρωτοπορεί διεθνώς στην έρευνα, και παρά τις προσπάθειες, θεσμικές και χρηματοδοτικές, που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια.Ο μόνος τομέας της ΤΝ όπου η ΕΕ έχει πρωτοπορία είναι αυτός των εφαρμογών της ρομποτικής στη βιομηχανική παραγωγή. Οι λόγοι για την υστέρηση αυτή είναι πολλοί, ίσως κάποιοι και πολιτισμικοί, που δρουν ανασταλτικά σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου σε τεχνολογίες αιχμής.
Ένα χάσμα που διαφοροποιεί την ΕΕ από τις ΗΠΑ και την Κίνα είναι η σχετικά περιορισμένη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων του τύπου venture capital (κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου) και patient capital (υπομονετικά κεφάλαια), που βοηθούν νεοφυείς επιχειρήσειςνα περάσουν στην επόμενη εμπορική φάση λειτουργίας τους. Παρά τη σταθερή αύξηση σχετικών επενδύσεων που παρατηρείται από το 2008 και μετά, σύμφωνα με στοιχεία του 2015 (δεν νομίζω ότι είναι πολύ διαφορετικά σήμερα) τα κεφάλαια αυτά για επενδύσεις σε νεοφυείς εταιρείες, για τα πρώτα στάδια λειτουργίας τους, ήταν 9 φορές περισσότερα στις ΗΠΑ απ’ ό,τι στην ΕΕ. Οι επενδύσεις που αφορούσαν το επόμενο στάδιο μεγέθυνσης των εταιρειών αυτών ήταν 20 φορές περισσότερες στις ΗΠΑ απ’ ό,τι στην ΕΕ. Στην Κίνα οι νεοφυείς επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση σε «πακτωλό» χρημάτων από την ίδια την κυβέρνηση. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ ότι, πολλές από τις ψηφιακές εταιρείες που δημιουργήθηκαν στην ΕΕ, όπως, π.χ., Skype, Shazam και Momondo, εξαγοράστηκαν από Αμερικανικούς και Κινεζικούς τεχνολογικούς γίγαντες. Η αντίδραση της ΕΕ σε τέτοιου είδους κινήσεις ήλθε το 2019 με την ψήφιση πλαισίου ελέγχου των επενδύσεων της Κίνας που αφορούν τον κλάδο των νέων τεχνολογιών.
Ένας άλλος σημαντικός παράγονταςγια την σχετική υστέρηση είναι ότι η ψηφιακή αγορά της ΕΕ δεν ενιαία αλλά κατακερματισμένη, που συνιστά ένα μεγάλο μειονέκτημα σε σύγκριση με τις αγορές των ΗΠΑ και της Κίνας. Τα διαφορετικά φορολογικά, κανονιστικά συστήματα (παρά τα κοινά τους σημεία), οι διαφορετικές προτεραιότητες αλλά και τα διαφορετικά επίπεδα ετοιμότητας και ωριμότητας σε έρευνα και ανάπτυξη ανάμεσα στα 28 κράτη – μέλη πλάθουν ένα θεσμικό και αναπτυξιακό μωσαϊκό που δυσκολεύει τις σχετικές επενδύσεις, τις εμπορικές επεκτάσεις και κάθε άλλο παρά διευκολύνει το δρόμο για παγκόσμια πρωτοπορία. Η ενιαία ψηφιακή αγορά αποτελεί έναν κύριο στόχο της ΕΕ από το 2015 και μία σειρά νομοθετικών αποφάσεων και δράσεων έχουν υλοποιηθεί. Παρ’ όλα αυτά, παραμένουν ακόμη πολλά εμπόδια για μία πλήρη απελευθέρωση διασυνοριακής ροής δεδομένων και 5G δικτύων.
Τον Φεβρουάριο του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε ένα φιλόδοξο πακέτο στρατηγικών επιλογών και το Μάιο του 2020 δημοσιεύτηκε το σχετικό νομοθετικό όραμα της ΕΕ και η υπεύθυνη επίτροπος για τον ανταγωνισμό, Vestager, ανέλαβε να διατυπώσει τη στρατηγική για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού οικοσυστήματος ΤΝ. Ένα οικοσύστημαπου θα κινείται ισορροπημένα ανάμεσα στην τεχνολογική καινοτομία και σ’ έναρυθμιστικό πλαίσιο που θα κατοχυρώνει το σεβασμό στα ατομικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Μία εξίσωση ισορροπίας που δεείναι, πάντα, εύκολα επιλύσιμη.
Η συζήτηση για ψηφιακή κυριαρχία δεν είναι ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος ή κάποιο ευχολόγιο. Η ΕΕ υστέρησε στο λεγόμενο πρώτο κύμα ψηφιακού μετασχηματισμού, όπου κυριάρχησε η τεχνολογία του υπολογιστικού Νέφους. Αυτή τη στιγμή, όμως, φαίνεται πώς η ΕΕ έχει προβάδισμα στην έρευνα σε τεχνολογίες του επόμενου κύματος, όπως το αποκεντρωμένο σύστημα αποθήκευσης δεδομένων, γνωστό ως υπολογιστική ακροδικτύου (edge computing), τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα έκτης γενιάς 6G, οι υπολογιστικές μηχανές χαμηλής ισχύος, οι νευρομορφικοί (neuromorphic) υπολογιστές ( η αρχιτεκτονική τους μιμείται τη νευροβιολογική δομή του εγκεφάλου), που δημιουργούν ευκαιρίες εάν η ΕΕ διδαχθεί από το παρελθόν, χωρίς ολιγωρίες αλλά και απαλλαγμένη από αφελείς εφησυχασμούς σχετικά με τους γεωπολιτικούς κινδύνους,που ξέφυγαν ήδη από τα βιβλία και τα ακαδημαϊκά σενάρια και παίρνουν «σάρκα και οστά».
Το όραμα για μία ψηφιακή κυριαρχία δεν μπορεί παρά να έχει δύο όψεις. Η μία είναι οικονομική και η άλλη αμυντική. Οι νέες τεχνολογίες της ΤΝ και η καινοτομία θα πρέπει να υπηρετούν ταυτόχρονα και τους δύο αυτούς άξονες. Μια δυνατή οικονομικά και αμυντικά ΕΕ θα πρέπει, επίσης, να πρωτοστατήσει στο να τεθούν κανόνες στη χρήση της ΤΝ στην αμυντική βιομηχανία και να αποτραπεί, όσο είναι δυνατόν, μία κούρσα εξοπλισμών υψηλής τεχνολογίας με δυνατότητες αυτόνομων μαζικά θανατηφόρων συστημάτων.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μας θύμισε, σε όσους διατηρούν δημοκρατικά αντανακλαστικά και ευαισθησίες αλλά και στοιχειώδη ιστορική μνήμη, ότι αν η ΕΕ είναι να επιζήσει ως πολιτική οντότητα διακριτή από τα αυταρχικά μορφώματα της Ρωσίας και της Κίνας από τη μια, αλλά και ως μία δημοκρατία που θα αντιστέκεται στην τυφλή υπακοή των νόμων της αγοράς από την άλλη, θα πρέπει αφενός να επαναφέρει τις κοινωνικές της αξίες ως κύριο διακύβευμα της Πολιτικής, προϋπόθεση για την εσωτερική της συνοχή, κι αφετέρου να είναι σε θέση να τις προασπίσει. Αυτή τη στιγμή η ΕΕ δεν έχει άλλη επιλογή από το να ωθήσει δυναμικά τις εξελίξεις στον τομέα της ΤΝ με ανθρωποκεντρικό και κοινωνικό πρόσημο, και με όραμα την οικονομική πρωτοπορία και την ενιαία υψηλής τεχνολογίας αμυντική της θωράκιση.