Θάρρος και πρωτοβουλίες στην Εξωτερική Πολιτική
του Δρ Νικήτα Σίμου
Οικονομολόγου, Ιστορικού και Γεωπολιτικού Αναλυτή, Συνεργάτη του ΔΙΚΤΥΟΥ
Πρόσφατες εξελίξεις
Με έκδηλη νευρικότητα, αν όχι αιφνιδιασμένη στην αρχή, αλλά με αυξανόμενη ενεργητικότητα στην συνέχεια, η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε διπλωματική δράση για να ¨αδρανοποιήσει¨ το σύμφωνο μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, το οποίο υπογράφτηκε στο τέλος Νοεμβρίου και διέρρευσε με τους συνοδευτικούς χάρτες την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου 2019. Είχε προηγηθεί στα μέσα Νοεμβρίου, επιστολή του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, προς τον γενικό γραμματέα με τις τουρκικές θέσεις
Το σύμφωνο, το οποίο κυρώθηκε από το τουρκικό κοινοβούλιο και την πολιτειακή αρχή της Λιβύης, εκμηδενίζει την επήρεια του Καστελλόριζου και των νησιών γενικότερα για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως διατείνεται η τουρκική πλευρά. Επί πλέον ο χώρος μεταξύ 28ου και 32ου μεσημβρινού, νότια της Ρόδου και δυτικά της Πάφου αντίστοιχα στο χάρτη της ¨Γαλάζιας Πατρίδας¨, όπου έχει δοθεί άδεια στην εθνική τουρκική εταιρεία για γεωτρήσεις, αυξάνει την ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης.
Τον Ιανουάριο 2020 έχουν προγραμματισθεί έρευνες από πλοίο υπό γαλλική σημαία, στην ζώνη νοτιοδυτικά της Κρήτης έως ανατολικά της Ρόδου. Σύμφωνα με την νέα κατάσταση, όπως την αντιλαμβάνεται η Τουρκία, θα μπορούσε το ναυτικό της, να πραγματοποιήσει νηοψία στα νοτιοανατολικά της Μεγαλονήσου. (1) Ο χρονικός ορίζοντας μέχρι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι βραχύτατος και τα διλήμματα για την ελληνική κυβέρνηση εντονότατα.
Όπως φαίνεται η ελληνική πλευρά ήταν ανέτοιμη για μια τέτοια ραγδαία εξέλιξη, υποτιμώντας την τουρκική αποφασιστικότητα και τον λιβυκό παράγοντα. Είναι βέβαιο, ότι στην ελληνική κατευναστική διστακτικότητα έχει συμβάλει και η τουρκική διακήρυξη το 1995 περί casus belli, στην περίπτωση κατά την οποία η Ελλάδα θα επέκτεινε τα χωρικά ύδατά της στο Αιγαίο στα 12 μίλια.
Οι επαφές με την Λιβύη και την Αίγυπτο για τον προσδιορισμό ΑΟΖ δεν έλειψαν, όπως και οι δυσκολίες. Αλλά εν πάσει περιπτώσει δεν είναι αποδεκτό να παραμένει σε εκκρεμότητα ένα τόσο καίριο θέμα, το οποίο ταλανίζει την χώρα για δεκαετίες, χωρίς να έχει επιδειχθεί η ελληνική βούληση στην πράξη πχ με χάρτες ΑΟΖ, ανάδειξη του θέματος σε οργανισμούς και fora, κ.ο.κ. Ακόμη το γεγονός ότι δεν έχουμε ασκήσει κυριαρχικά διακαιώματα στα θέματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, γιά μακρό χρονικό διάστημα, ίσως έχει αποδυναμώσει τη θέση μας σε μία πιθανή επιδικία. Η ελληνική βούλησή για το θέμα δεν έχει καταδειχθεί στην πράξη, με ελληνικούς χάρτες, οργάνωση συγκεκριμένων fora, κ.ο.κ. Πρόσφατα υπήρξε κάποια δραστηριότητα για την υφαλοκρηπίδα και πρέπει να συνεχισθεί.
Προσφυγή
Η Ελλάδα έχει πολλές φορές αναφερθεί στην προσφυγή στο διεθνές δικαστικό σύστημα, ως τον μόνο τρόπο επίλυσης της διαφοράς με ειρηνικό τρόπο, δεδομένου και του συσχετισμού αμυντικών δυνατοτήτων Ελλάδας και Τουρκίας.
Αυτό όμως, αφ΄ενός προϋποθέτει την συμφωνία και των δύο μερών, συνυποσχετικό, όπως κατέδειξε η απόφαση του δικαστηρίου της Χάγης το 1978, απορρίπτοντας την μονομερή ελληνική προσφυγή, ενώ αφετέρου δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι με την απόφαση του δικαστηρίου δεν θα αναγνωρισθούν και τουρκικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, τουναντίον.
Οι συμφωνίες της Μαδρίτης το 1997 και του Ελσίνκι το 1999, δημιουργούν κατά ορισμένους εκτιμητές, (2) ένα δεσμευτικό πλαίσιο εκ προοιμίου για την Ελλάδα, το οποίο θα ληφθεί υπ όψη κατά τις προκαταρτικές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη του συνυποσχετικού. Κατά την διάρκεια αυτών των προκαταρτικών διαπραγματεύσεων, είναι δυνατόν να συμβούν πολλά. Η λύση της προσφυγής στο διεθνές δικαστικό σύστημα και η όλη διαδικασία μέχρι και την αποδοχή της όποιας απόφασης του, θα απαιτούσε τη συνοχή του πολιτικού συστήματος, τόσο για το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος, όσο και για την αποδοχή από τους πολίτες μιας λύσης η οποία ενδεχομένως θα αναγνώριζε και τουρκικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο σε σημαντικό ποσοστό.
Προς την κατεύθυνση λύσης χωρίς πολεμική σύγκρουση, μπορεί να υπάρξουν και συμφωνίες, τις οποίες θα έχει την πρόθεση να υπαγορεύσει η Τουρκία από θέση στρατιωτικής ισχύος, διατηρώντας και την πρωτοβουλία των ενεργειών. Οι επιδιαιτητές δεν θα λείψουν και η ελληνική πλευρά θα βρεθεί σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση.
Είναι μία πρόκληση για τους Έλληνες ταγούς να διαχειρισθούν την κοινή γνώμη γιά ένα τόσο κρίσιμο θέμα, ίσως όμως, η ωριμότητα των πολιτών να αποδειχθεί μεγάλη.
Σύγκρουση
Η προηγούμενη εκδοχή δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μια, υψηλής πιθανότητας σε σύντομο χρονικό ορίζοντα, πολεμική σύγκρουση, άδηλης διάρκειας και αποτελέσματος, με όχι εμφανές από πρώτη ματιά γεωγραφικό πεδίο. Η Τουρκία έχει την πρωτοβουλία των ενεργειών, με στρατό πρόσφατα εκπαιδευμένο σε πραγματικό πόλεμο, ώστε να τείνει να επιδιώξει λύση από θέσεως στρατιωτικής ισχύος. Η Ελλάδα θα αμυνθεί αποφασιστικά και σθεναρά και εν πάσει περιπτώσει οι συντεταγμένες ελληνικές δυνάμεις δεν έχουν καμία σχέση με τους αντιπάλους τους οποίους η Τουρκία συνάντησε στην Συρία. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιόμαχες επανεξοπλισμένες κυπριακές δυνάμεις, οι οποίες αν κληθούν, θα αγωνισθούν με ενότητα υπερ βωμών και εστιών. Μία πολεμική σύγκρουση έχει αβέβαιο αποτέλεσμα και αυτό η Τουρκία το γνωρίζει.
Πολιτική δυναμική στο εγγύς γεωγραφικό περιβάλλον
Προκειμένου όμως να αξιολογήσουμε πληρέστερα τις τρέχουσες ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχει σημασία να αντιληφθούμε τις δυναμικές, οι οποίες αναπτύσσονται στο άμεσο και εγγύς γεωγραφικό περιβάλλον και οι οποίες προσφέρουν ευκαιρίες η προδιαγράφουν απειλές και κινδύνους.
Η άρνηση των Βρυξελλών να χορηγήσει ημερομηνίες έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Β. Μακεδονία και την Αλβανία, με υποβόσκουσα την αντίθεση Γαλλίας Γερμανίας, θάμπωσε την ευρωπαϊκή προοπτική αυτών των χωρών, αλλά και της Σερβίας, προκαλώντας ένα κενό προσδοκιών στις αντίστοιχες εθνικές κοινωνίες, με αρνητικό αντίκτυπο για την εικόνα της ΕΕ. Η εξέλιξη αυτή αφαίρεσε από την Ελλάδα μέσα άσκησης πολιτικής επιρροής προς αυτές τις χώρες, που αφορούν την μειονότητα στην Αλβανία, τις διαπραγματεύσεις με την Β. Μακεδονία και με άλλες χώρες της περιοχής, με την πρόσθετη ανησυχία ότι διάφορα εθνικιστικά οράματα, όπως π.χ της μεγάλης Αλβανίας, κ.α. μπορούν να ενεργοποιηθούν και να δημιουργήσουν τριβές και ανάφλεξη, ενόσω το ευρωπαϊκό μέλλον απομακρύνεται.
Επί πλέον, με την νέα κατάσταση ανοίγει ο δρόμος για διείσδυση στην περιοχή της Ρωσίας και της Τουρκίας, η οποία έχει ήδη έντονη επιρροή στην Αλβανία και την Βοσνία, γεγονός το οποίο προβληματίζει και το άλλο μέλος της ΕΕ την Κροατία. Το μουσουλμανικό τόξο στα Βαλκάνια το οποίο δεν εκφράζει μόνο τουρκικές αλλά και ευρύτερες ισλαμικές φιλοδοξίες και το οποίο αγγίζει τις μουσουλμανικές μειονότητες στην Ελλάδα και την Βουλγαρία, μπορεί να ενεργοποιηθεί με ένταση, όπου ο τουρκικός παράγοντας μπορεί να έχει ρόλο πρωταγωνιστικό. Στο πλαίσιο αυτό, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πλήγμα των ευρωπαϊκών και γενικότερα των δυτικών συμφερόντων, η Ελλάδα καλείται να αναλάβει έντονες πρωτοβουλίες για την άρση του γαλλικού βέτο (3) στις ενταξιακές συνομιλίες της Β. Μακεδονίας και της Αλβανίας, κατεύθυνση προς την οποία κινούνται και οι ΗΠΑ, ώστε να προληφθεί ενδεχόμενη εκλογή του εθνικιστή αντιπάλου του κ. Ζάεφ, στις εκλογές του Απριλίου 2020. Αν οι προσπάθειες αυτές δεν ευοδωθούν, η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με φιλοτουρκικά κράτη καθ΄όλη την βόρεια συνοριακή γραμμή της, με εξαίρεση την Βουλγαρία.
Η Τουρκία στο πλαίσιο του ρόλου ενός ιδιότυπου τοπάρχη της Αν. Μεσογείου τον οποίο επιδιώκει, κάλεσε να λάβουν μέρος στην ναυτική άσκησή της γύρω από το Καστελόριζο, προς το τέλος Νοεμβρίου πακιστανικές δυνάμεις, (4) οι οποίες περιελάμβαναν μια φρεγάτα και αεροσκάφη του ναυτικού, τα οποία παραβίασαν επανειλημμένα το ελληνικό FIR. Το μήνυμα της Τουρκίας για εξισορρόπηση των τριπλών συμμαχιών Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου και Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου είναι σαφές, με ένα επιπλέον μήνυμα προς το Ισραήλ, διότι το Πακιστάν διαθέτει πυρηνικές κεφαλές. Αυτή είναι μία σημαντική κλιμάκωση, καθώς ο πρωθυπουργός του Πακιστάν δήλωσε ότι υποστηρίζει την Τουρκία στο κυπριακό, όπως η Τουρκία υποστηρίζει το Πακιστάν στο Κασμίρ.
Από την άλλη πλευρά, δεν ευσταθεί η άποψη ότι η Ελλάδα είναι μόνη, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει διεξαχθεί άσκηση τροφοδοσίας 35 ελληνικών F16, από ιπτάμενο ισραηλινό τάνκερ και αποβατικές ασκήσεις ελληνικών και κυπριακών δυνάμεων με υποστήριξη από ελληνικά ελικόπτερα τα οποία επιχειρούσαν από αιγυπτιακό ελικοπτεροφόρο, στο τέλος Οκτωβρίου. (5) Παράλληλα νατοϊκό ιπτάμενο ραντάρ συντονιζόταν για πολλές ώρες γύρω από την Λήμνο, με ελληνικά μαχητικά. Αυτά βέβαια σε επίπεδο ασκήσεων. Αλλά όλα θα εξαρτηθούν από το μέγεθος της απειλής για το εθνικό συμφέρον του, την οποία θα αντιμετωπίσει το κάθε μέλος των συμμαχιών, σε μία θερμή αντιπαράθεση.
Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί, ότι ο Νίκολας Μπερνς, ο οποίος χρημάτισε πρέσβυς των ΗΠΑ στη Αθήνα και υπηρέτησε σε ανώτατες θέσεις του αμερικανικού ΥΠΕΞ, σε σχετική ερώτηση επισήμανε οτι: « Αν η Ελλάδα χρειαστεί υποστήριξη σε περίπτωση θερμού επεισοδίου, δεν νομίζω ότι θα την έχει από τον πρόεδρο Τραμπ ».(6)
Επίσης ο ΓΓ του ΝΑΤΟ κ. Στολτεμπεργκ, είχε αναφέρει την παραμονή της πρόσφατης επετειακής συνόδου στο Λονδίνο, ότι το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να παρέμβει σε αντιπαραθέσεις των μελών του, ενώ το κύρος του οργανισμού έχει σοβαρά τρωθεί και από την θέση του προέδρου Μακρόν(7) και από την γενικότερη τοποθέτηση του προέδρου Τραμπ. Γιά την Ελλάδα λειτουργεί επί πλέον το μειονέκτημα, ότι η σχέση με την Τουρκία χαρακτηριζόταν σημαντικά από την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος. Δεδομένου ότι η προοπτική αυτή έχει εκμηδενισθεί τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει χάσει σημαντικά εργαλεία για την διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Επίσης, από τους Ευρωπαίους Εταίρους λίγοι, με προεξαρχουσα την Γαλλία, υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις. Άλλοι είτε λόγω μεγάλων οικονομικών συμφερόντων με τη Τουρκία, άλλοι είτε λόγω του μεταναστευτικού, υιοθετούν μια εφεκτικώτερη θέση για τα ελληνικά θέματα. Αν υπάρξουν ερωτήματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική, η γνώμη του γράφοντος είναι, ότι θα πρεπει να εστιασθούν στον χωρο του οράματός της και όχι στην αναδιατύπωσή της.
Λύση σε διεθνές επίπεδο
Αιωρείται βέβαια το ερώτημα, του πως τεκμηριώνει η Τουρκία αυτή την πρωτοβουλία προβολής ισχύος και δημιουργίας τετελεσμένων, με δεδομένη την ισχύ της πολεμικής μηχανής της.
Πέραν από την οποια φιλική σχέση του προέδρου Ερντογάν με τον πρόεδρο Τραμπ, υπάρχουν ενδείξεις, που μένει να επαληθευθούν, ότι οι ΗΠΑ αποσύρονται από την Μέση Ανατολή. Υπάρχει στις ΗΠΑ μία ισχυρή ομάδα σκεψης η οποία υποστηρίζει, ότι οι ΗΠΑ πρέπει να επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους στην Κίνα και το Μεξικό, ως εν δυνάμει απειλές για την μελλοντική αμερικανική επικυριαρχία. (8) Η ίδια ομάδα μεταξύ άλλων δράσεων, προτείνει την σταδιακή αποχώρηση από την Μέση Ανατολή – Ιρακ, Συρία – όπου οι ΗΠΑ ανάλωσαν μεγάλο δυναμικό και από την Ευρώπη, με ενδυνάμωση τοπικών συμμαχιών και αμερικανική παρουσία με σύγχρονης τεχνολογίας πολέμικά μέσα και διευκολύνσεις σε κρίσιμα γεωγραφικά σημεία, όπως π.χ η Ελλάδα, μετά και την πρόσφατη ελληνοαμερικανική συμφωνία.
Συναφής με αυτή την δυναμική, είναι η προσπάθεια της Τουρκίας να εκμεταλλευθει το δημιουργούμενο κενό εξουσίας στην Μεση Ανατολή, όπου όντας μέλος του ΝΑΤΟ και στρατηγική σύμμαχος των ΗΠΑ, έχει μία αυξημένη νομιμοποίηση από την Δυτική οπτική, όπως η ίδια ενδεχομένως θεωρεί, σε σχέση με τις άλλες σημαντικές παρουσίες εκεί, όπως η Ρωσία και το Ιραν. Μεταξύ των τριών υπάρχει συμμαχία, αλλά για πόσο αυτή θα επιβιώσει ειναι ένα θεμα, δεδομένων των μεταξύ τους διαφορών, όπως εξετάζει σε σενάριά του, το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Υποθέσεων (RIAC) (9). Η ελεγχόμενη τουρκική εισβολή στην Συρία έγινε ανεκτή από την Ρωσία, θα είναι όμως πολύ ενδιαφέρουσα η ρωσική θέση σε μία επιθετική απειλή της Τουρκίας κατά της Κύπρου.
Θεωρούμε πολύ ενδιαφέρουσα την άποψη του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων (RIAC) (10), να αποφευχθούν κλιμακώσεις και τρεις διεθνείς παίκτες με συμφέροντα και πειθώ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, οι οποίοι είναι και διαρκή μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι, ΗΠΑ, Γαλλία και Ρωσία, να αναλάβουν από κοινού μία πρωτοβουλία συντονισμού των δυνάμεων, οι οποίες εμπλέκονται στην περιοχή. Η Ελλάδα έχει πολύ καλές ιστορικές σχέσεις με τις χώρες αυτές, πέραν του συμμαχικού δεσμού με τις δύο πρώτες και βεβαίως με το Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι υπάρχει το έδαφος γιά μια άμεση ανάληψη πρωτοβουλίας επαφών από την Αθήνα, χωρίς παραλυτικούς ενδοιασμούς και αμφιβολίες. Ίσως εκεί βρίσκεται και μία συμβιβαστική λύση των διαφορών της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο, η οποία θα διευρύνει και την οπτική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με στόχο την παγίωση της θέσης της χώρας ώς παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή.
Σημειώσεις
(1) « Ένα Γαλλικό τεστ στην Άγκυρα» Η Καθημερινή, 8 Δεκ. 2019
(2) « Η παγίδα της Χάγης» Ελληνικές Γραμμές, 5 Ιουλ. 2006)
(3) « Η Ευρώπη και τα Βαλκάνια» ΤΑ ΝΕΑ, 9 Νοεμ. 2019
(4) « Άσκηση της Τουρκίας με Πακιστάν», Η Καθημερινή, 23 Νοεμ. 2019
(5) « Γιατί οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στο Αιγαίο» Realnews, 26 Οκτ. 2019
(6) « Το Πακιστάν στην Κύπρο και στο Αιγαίο», Δημοκρατία, 24 Νοεμ. 2019
(7) « Ε. Macron: Nato is becoming brain dead» The Economist, 7 Νov. 2019
(8) « Η Εκδίκηση της γεωγραφίας» Ρ. Κάπλαν, 2017
(9-10) « Scenarios for Tomorrow’s Syria and What we can do to Avoid them» Russian International Affairs Council ( RIAC), 18 Feb. 2019