ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΣΕ ΜΟΡΦΗ PDF
Εμβάθυνση στις ευρώ-κινεζικές σχέσεις – Ο ρόλος της Ελλάδας
Οι εξελίξεις στο σύνθετο και πολύ-επίπεδο ζήτημα των σχέσεων της ΕΕ με την Κίνα, με τις γεωπολιτικές, οικονομικές, διπλωματικές και θεσμικές προεκτάσεις του αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος θεματικού Δελτίου του ΔΙΚΤΥΟΥ. Αμέσως μετά τις δύο πρόσφατες συνόδους σε ευρωπαϊκό έδαφος, ενόψει μιας ερχόμενης στο Πεκίνο και ως συνέχεια προηγούμενων εκδόσεων, το ΔΙΚΤΥΟ εμβαθύνει στο θέμα με την συνδρομή ειδικών επιστημόνων. Προσεγγίζεται ο ρόλος και της Ελλάδας.
Μαραθώνιος σε δύο ηπείρους
Μέσα σε διάστημα ελάχιστων ημερών πραγματοποιήθηκαν επί ευρωπαϊκού εδάφους δύο ξεχωριστής σημασίας και βαρύτητας συσκέψεις κορυφής που αφορούσαν την σχέση της ΕΕ και άλλων χωρών της ηπείρου με την Κίνα. Στις 9 Απριλίου η ηγεσία της ΕΕ συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της Κίνας στις Βρυξέλλες στην 21η συνδιάσκεψη κορυφής ανάμεσα στους δύο σημαντικούς οικονομικούς-εμπορικούς εταίρους αλλά και ανταγωνιστές στο διεθνές οικονομικό στερέωμα. Μετά από λίγα 24ωρα στο Ντουμπρόβνικ της Κροατίας, μια άλλη ιδιότυπη ομάδα 16 κρατών, αποτελούμενη από χώρες της ΕΕ και άλλα κράτη, υποδεχόταν στις τάξεις της την Ελλάδα, ως το 17ο μέλος που εντάσσεται σε αυτό το γκρουπ «προνομιακών» συνομιλητών της Κίνας σε επίπεδο κορυφής.
Οι εξελίξεις αυτές έφεραν μετ’ επιτάσεως το ζήτημα αυτό στην επικαιρότητα, η σπουδαιότητά του όμως ξεπερνά κατά πολύ την παρούσα συγκυρία και αφορά συνολικά το μέλλον των οικονομικών και γεωπολιτικών ισορροπιών εντός κι εκτός της ΕΕ στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον. Αναγνωρίζοντας την μεγάλη σημασία αυτών των εξελίξεων, το ΔΙΚΤΥΟ εκθέτει την δική του προσέγγιση και επιδιώκει να εμβαθύνει στο ζήτημα, παράλληλα με την συνδρομή ειδικών επί του θέματος, με διαχρονική και εμπεριστατωμένη γνώση.
Τα δύο πρόσωπα της Κίνας
του Πλάμεν Τόντσεφ
Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)
Η σύνοδος κορυφής ΕΕ-Κίνας που διεξήχθη στις Βρυξέλλες στις 9 Απριλίου απέδειξε πόσο δύσκολες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο εταίρους. Αφενός αποτελούν πυλώνες της παγκόσμιας οικονομίας, με την μέση αξία των συναλλαγών τους να ανέρχεται σε 1 δισ. ευρώ ημερησίως. Είναι στρατηγικής σημασίας και η προσήλωσή τους στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, όπως και στην συμφωνία με το Ιράν. Αφετέρου, όμως, διευρύνεται συνεχώς η γκάμα των διαφωνιών μεταξύ τους και η ΕΕ δεν διστάζει πλέον να αποκαλεί την Κίνα εταίρο μεν, ανταγωνιστή και αντίπαλο δε.
Μικρή πρόοδος – με πολλά ερωτηματικά να παραμένουν
Το κοινό ανακοινωθέν της 9ης Απριλίου δίνει έμφαση κυρίως στο εμπόριο και τις επενδύσεις. Η ΕΕ εντείνει τις πιέσεις για την υπογραφή μιας ουσιαστικής συμφωνίας για τις επενδύσεις έως το 2020, δηλ. επτά χρόνια μετά την έναρξη των αργόσυρτων διαπραγματεύσεων. Οι Ευρωπαίοι επιμένουν ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ απολαμβάνουν τα οφέλη της ελεύθερης αγοράς, ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο με ξένους επενδυτές στην Κίνα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, η λέξη “αμοιβαιότητα” έχει καταστεί επωδός στην επιχειρηματολογία της ΕΕ στις συζητήσεις με το Πεκίνο. Σημειώνεται ότι στις αρχές Μαρτίου η ΕΕ υιοθέτησε για πρώτη φορά στην ιστορία της κανονισμό για την εκ των προτέρων αξιολόγηση των ξένων επενδύσεων – αν και το όνομα της Κίνας δεν αναφέρεται ρητά, είναι σαφές ότι τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Σε ό, τι αφορά την κατάργηση των κρατικών ενισχύσεων σε κινεζικές επιχειρήσεις, κάτι που θέτουν μετ’ επιτάσεως τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι Αμερικανοί, αποφασίστηκε αυτό το θέμα να αντιμετωπιστεί όχι σε διμερή βάση, αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο της επικείμενης μεταρρύθμισης του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Είναι η πρώτη φορά που επιτυγχάνεται αυτό, δεδομένου ότι η Κίνα εξακολουθεί να επωφελείται ευεργετικών διατάξεων χάρη στο στάτους “αναπτυσσόμενης οικονομίας”, με το οποίο έγινε αποδεκτή στον ΠΟΕ το 2001.
Ωστόσο, παραμένουν πολλά ερωτηματικά ως προς την υλοποίηση των συμφωνηθέντων και σ’αυτό το θέμα οι κοινοτικοί αξιωματούχοι είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί. Στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επισημαίνεται συχνά ότι ένα από τα αγκάθια στις σινο-ευρωπαϊκές σχέσεις είναι η συστηματική κωλυσιεργία και χρονοτριβή εκ μέρους του Πεκίνου.
Παίζει σε δύο ταμπλό η Κίνα;
Εν τέλει, η μεγαλύτερη δυσκολία της ΕΕ, αλλά και της Δύσης γενικότερα, με την Κίνα σχετίζεται με τις αντιφάσεις του ασιατικού γίγαντα ή, καλύτερα, με την διττή φύση του. Ειδικότερα:
– Ενώ έχει σημειώσει αλματώδη ανάπτυξη τα τελευταία 40 χρόνια, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τρομακτικές ανισότητες στο εσωτερικό της χώρας. Είναι η η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη κι όμως θεωρείται ακόμη “αναπτυσσόμενη” χώρα.
– Ενώ η Huawei είναι πρωτοπόρος ως προς τις τηλεπικοινωνίες 5ης γενιάς (5G) και τον περασμένο Ιανουάριο η Κίνα πραγματοποίησε επιτυχώς αποστολή στην Σελήνη, την ίδια στιγμή οι εθνικές αρχές εξαναγκάζουν τους ξένους επενδυτές να διαθέτουν τις προηγμένες τεχνολογίες τους στο κινεζικό κράτος.
– Ενώ έχει συναλλαγματικά αποθέματα ύψους 3 τρισ. δολαρίων και προωθεί το πολυδάπανο σχέδιο του Νέου Δρόμου του Μεταξιού, πολλές από τις κινεζικές “επενδύσεις” αποτελούν δάνεια για κατασκευαστικά έργα ή εξαγορές υφιστάμενων επιχειρήσεων. Πρόκειται, κατ’ουσίαν, για επέκταση της κινεζικής οικονομίας στο εξωτερικό κι όχι ακριβώς αναπτυξιακή βοήθεια, όπως την παρέχουν Ευρωπαίοι, Αμερικανοί, Ιάπωνες, Αυστραλοί, κ.ά.
Αυτήν την διττή φύση, αλλά και επαμφοτερίζουσα στάση, της Κίνας θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ΕΕ στο εξής, μέσα από την δύσκολη αλλά και απαραίτητη εταιρική σχέση με την ανερχόμενη υπερδύναμη.
Ευρώπη-Κίνα: Αναζητώντας στρατηγική ή ταυτότητα;
της Δρ. Μαρίλης Μέξη
Διευθύντριας του ΔΙΚΤΥΟΥ
Παραδοξότητες: Η Κίνα χρησιμοποιεί στους λαϊκιστές ως κερκόπορτα για πέρασμα στην Ευρώπη; Σε κοινή συνέντευξη τύπου Salvini και Le Pen, αναφερόμενοι στις Ευρωεκλογές, προανήγγειλαν μια «επανάσταση της κοινής λογικής» με σκοπό να σώσουν την Ευρώπη. Η τακτική τους πλέον διαφορετική: όχι διάλυση, αλλά αλλαγή της Ευρώπης εκ των έσω. Πώς; Μέσω της εξωτερικής πολιτικής και των σχέσεων με την Κίνα. Το παράδοξο: ενώ κατηγορούν την ΕΕ ότι εκθέτει τις χώρες στους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης δεν διστάζουν να προσεγγίσουν και να συνεργαστούν με την Κίνα – μια χώρα, που έχει επωφεληθεί στο μέγιστο από το άνοιγμα των διεθνών αγορών! Παραδοξότητες και «εμπόριο πολιτικής» χρησιμοποιούνται ιδίως από όσους παίζουν, όχι με σκοπό να κερδίσουν τον αντίπαλο, αλλά κυρίως για να επιβάλουν την δική τους εκδοχή για τα πράγματα. Οι λαϊκιστές γνωρίζουν ότι, ακόμη κι ως μειοψηφία στο νέο Ευρωκοινοβούλιο, θα έχουν διασφαλίσει τις απαραίτητες κοινοβουλευτικές δυνάμεις ώστε να μπορούν να υπονομεύουν τη λειτουργία της ΕΕ, κυριαρχώντας στο πολιτικό παιχνίδι.
Διαιρέσεις: Η «στρατηγική επιβολής», και όχι νίκης, των λαϊκιστών κουμπώνει με την «στρατηγική της σφήνας» που ακολουθεί το Πεκίνο. Οι συμφωνίες ύψους 2.5 δισ. ευρώ που υπέγραψε η Ιταλία με την Κίνα στα πλαίσια του νέου «Δρόμου του Μεταξιού» σχολιάστηκε ως κίνηση ισχύος του εθνικολαϊκιστικού κυβερνητικού συνασπισμού (Πέντε Αστέρια και Λέγκα) στην κόντρα με τις Βρυξέλλες. «Η περίοδος της ευρωπαϊκής αφέλειας έχει τελειώσει», δήλωσε ο Macron, λίγες όμως ημέρες πριν ο ίδιος υπογράψει συμβόλαια αξίας 40 δισ. ευρώ με το Πεκίνο. Οι Βρυξέλλες ερμηνεύουν την υπογραφή διμερών συμφωνιών μεταξύ Κίνας και ευρωπαϊκών χωρών ως «σφήνες» συνεργασίας στα πλαίσια της τακτικής «διαίρει και βασίλευε» που ακολουθεί το Πεκίνο. Αποτέλεσμα: η ΕΕ χάνει την ικανότητα να μιλάει ενιαία. Κατά καιρούς, χώρες μπλόκαραν κοινές δηλώσεις: τον Μάρτιο του 2017, η Ουγγαρία συνέβαλε στην αποδυνάμωση μιας τοποθέτησης της ΕΕ σχετικά με καταγγελίες περί βασανιστηρίων που υπέστησαν συλληφθέντες δικηγόροι στην Κίνα. Τον Ιούνιο του 2017, η Ελλάδα ανέστειλε μια κοινή δήλωση της ΕΕ στον ΟΗΕ που επικρίνει το ιστορικό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κίνας.
Ακαταστασίες: Το Πεκίνο κερδίζει από μια σταθερή, αλλά εύθραυστη και κατακερματισμένη ΕΕ. Η ΕΕ ήταν μέχρι στιγμής πολύ απασχολημένη με το να καλύπτει κενά του δικού της σχεδίου. Ευρω-κρίση –μεταναστευτικό – Brexit και μισό-οργανωμένη ακαταστασία στο εσωτερικό έχουν στερήσει από την ΕΕ τη δυνατότητα (ή την επιδίωξη) για ισχυρή εξωτερική πολιτική. Οι εκκλήσεις σε ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου προς τις χώρες-μέλη «να μιλούν με μία, κοινή φωνή» με το Πεκίνο δεν είναι τυχαίες. Σε ψήφισμα του 2015, γίνεται ειδική αναφορά στην πρωτοβουλία «16+1» (πλέον «17+1» με την πρόσφατη προσχώρηση της Ελλάδας), τονίζοντας ότι «δεν πρέπει να διαιρέσει την ΕΕ ή να αποδυναμώσει τη θέση της απέναντι στην Κίνα».
Προσδοκίες: Το ότι ο Μacron κάλεσε την Merkel και τον Junker σε πρόσφατη συνάντηση με τον Πρόεδρο της Κίνας Xi στο Μέγαρο των Ηλυσίων αποτελεί ένδειξη της στροφής σε μια πιο συντονισμένη στάση. Το θέμα δεν είναι μόνο οι επεκτατικές βλέψεις της Κίνας. Αλλά η αμφισβήτηση της παλαιάς (πλέον) διεθνούς τάξης που επέτρεψε στο Ευρωπαϊκό ενωσιακό εγχείρημα να αναπτυχθεί. Στον νέο κόσμο που έρχεται, η «Ενωμένη Ευρώπη» καλείται να βρει μια νέα ταυτότητα τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών της. Προτού το «εντέλει» να είναι πολύ αργά.
Η κινέζικη γεωπολιτική στρατηγική και η Ευρώπη
του Ανδρέα Λιούμπα
Διεθνολόγου ΜΑ, Ερευνητή στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
Οι πρόσφατες εξελίξεις στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας, όπως αποτυπώθηκαν σε δυο επίσημα κείμενα, φανερώνουν την ολοένα και εντεινόμενη ενόχληση της ΕΕ και την διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής εκτίμησης: ότι η Κίνα επιδιώκει να αποκτήσει οικονομική και πολιτική επιρροή σε συγκεκριμένα κράτη-μέλη τέτοια που να της επιτρέπει έμμεση πρόσβαση στο μηχανισμό λήψης αποφάσεων και στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ.
Το Πεκίνο επιχειρεί διαρκώς να εκμεταλλευθεί κάθε ρωγμή στο οικοδόμημα της ΕΕ και να προωθήσει τα σχέδιά του για περαιτέρω διείσδυση στην Ευρώπη. Τα πλεονεκτήματα της Κίνας είναι σημαντικά: μονοκομματικό/συγκεντρωτικό μοντέλο λήψης αποφάσεων και διαθεσιμότητα χρηματικού αποθεματικού. Απέναντι στο Πεκίνο οι Βρυξέλλες μοιάζουν να βρίσκονται μονίμως δυο κινήσεις πίσω. Εκμεταλλευόμενο την οικονομική κρίση του 2010 και την δυσκαμψία της ΕΕ, η Κίνα κατάφερε, σταδιακά, να δημιουργήσει ένα ισχυρό «προγεφύρωμα» στην Ανατολική και Ν.Α Ευρώπη με την αποκαλούμενη πρωτοβουλία «17+1», στην οποία συμμετέχει πλέον η Ελλάδα. Πρόσφατα, σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού, κατόρθωσε να προσδέσει και την Ιταλία στο άρμα του Belt and Road Initiative (BRI). Ταυτόχρονα, προσφέρει συμβόλαια ύψους 45 δις ευρώ στην γαλλική βιομηχανία, την ίδια στιγμή που ο Εμμανουέλ Μακρόν διατυπώνει επιφυλάξεις για τις παραμέτρους της σχέσης Κίνας – ΕΕ.
Τα παραπάνω χρήζουν μια εξήγησης. Κατά τη γνώμη μας, οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης των διεθνών κινήσεων της Κίνας θα πρέπει να εδράζεται σε τρεις πυλώνες: γεωπολιτική, γνώση της κινέζικης ιστορίας και μελέτη των θεσμικών κειμένων. Ειδικά σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική, η «Λευκή Βίβλος για την Ειρηνική Ανάπτυξη της Κίνας» είναι ίσως το πιο σημαντικό κείμενο, καθώς εκεί παρουσιάζονται με σαφήνεια τα εθνικά συμφέροντα της Κίνας που αποτελούν τον πυρήνα κάθε πολιτικής της.
Η σύγχρονη κινέζικη πολιτική σκέψη, συνεπικουρούμενη από την κινέζικη ιστορία και την συγκυριακή (;) αφθονία πόρων, οδηγείται σε ατραπούς εμπνευσμένες από το αυτοκρατορικό παρελθόν – το Πεκίνο εκτιμά πως η χώρα κινείται προς μια νέα «χρυσή εποχή». Η δε γεωπολιτική θεωρία ενισχύει τις «αυτοκρατορικές» βλέψεις της νέας ηγεσίας, η οποία ταυτόχρονα κατανοεί πως η μεγέθυνση είναι μονόδρομος προκειμένου να διατηρήσει το μονοπώλιο της εξουσίας. Τα προαναφερθέντα έχουν ενσωματωθεί στην σχεδίαση της κινέζικης Υψηλής Στρατηγικής η οποία, πιστή στην παράδοση, προκρίνει την χρήση της Ήπιας Ισχύος. Το σχέδιο-ομπρέλα του Νέου Δρόμου του Μεταξιού (BRI) αποτελεί την αιχμή του δόρατος της κινέζικης Υψηλής Στρατηγικής καθώς αξιοποιεί όλα τα εργαλεία της Ήπιας Ισχύος συνδυάζοντας Οικονομική, Εμπορική και Πολιτιστική Διπλωματία.
Πίσω όμως από το προσωπείο Ήπιας Ισχύος του BRI η πραγματικότητα είναι ανελέητη: στη γεωπολιτική θεώρηση της Κίνας η Ευρασία αποτελεί έναν ενιαίο χώρο, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως «οικονομικός διάδρομος» ηπειρωτικών διαστάσεων. O τελικός στρατηγικός σκοπός της Κίνας είναι η ενοποίηση αυτού του χώρου μέσω συνεκτικών οικονομικών, εμπορικών και θεσμικών δικτύων τα οποία θα μεταφέρουν ανθρώπους, πόρους, προϊόντα, δεδομένα, και τεχνογνωσία από την Ανατολική, Κεντρική και Ν.Α Ασία στην Ευρώπη υπό τον συντονισμό του Πεκίνου.
Εάν στα προαναφερθέντα συνυπολογιστούν οι δείκτες πρόβλεψης των οικονομικών και πληθυσμιακών τάσεων τότε το βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης είναι σαφές: η ΕΕ επιβάλλεται να αναζητήσει και να αναπτύξει άμεσα μια στρατηγική αντίδρασης. Σε διαφορετική περίπτωση θα δικαιώσει τον τίτλο της Γηραιάς Ηπείρου και θα μεταπέσει από σφύζουσα κοινότητα σε χερσόνησο–αγορά γερασμένων καταναλωτών στην άκρη της νέας Ευρασίας.
Γρήγορα βήματα και συντεταγμένα για την Ευρώπη – Προσεκτικά η Ελλάδα
του Γιώργου Παπούλια
Πολιτικού Επιστήμονα ΜΑ – Συνεργάτη του ΔΙΚΤΥΟΥ
Η σύνθετη κατάσταση των Ευρώ-Κινεζικών σχέσεων αναλύθηκε διεξοδικά και πολυ-επίπεδα παραπάνω. Το ζητούμενο είναι τόσο για την ΕΕ συνολικά όσο και για την χώρα μας ειδικότερα, πως μπορούν να πορευθούν μετά και την ολοκλήρωση αυτών των δύο ιδιαίτερα κρίσιμων συνόδων κορυφής του Απριλίου.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σηκώθηκαν στις 9 Απριλίου από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων της 21ης διμερούς συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες έχοντας πετύχει την αποδοχή των 10 σημείων που είχαν ορίσει ως προαπαιτούμενα για την περαιτέρω ομαλή συνέχιση των επαφών και συνεργασιών με την Κίνα. Σε αντιπαραβολή, ο αστερίσκος της αξιοπιστίας της άλλης πλευράς ως προς την υλοποίηση των μέτρων αυτών έρχεται μαζί με έναν άλλο ευρωπαϊκό προβληματισμό: Την διαπίστωση της χρονικής και θεσμικής καθυστέρησης της κοινής ευρωπαϊκής προετοιμασίας και οργάνωσης απέναντι στον ιδιότυπο κινεζικό επενδυτικό επεκτατισμό. Αυτό αναγκάζει εκ των πραγμάτων την κεντρική διοίκηση των Βρυξελλών να «τρέξει» πολύ πιο γρήγορα και πιο αυστηρά από εδώ και πέρα προκειμένου να προλάβει να θεμελιώσει τους εσωτερικούς κανόνες σε κάθε κράτος-μέλος ως προς την υποδοχή και αξιοποίηση των κινεζικών επενδύσεων αλλά και να διεκδικήσει προσφορότερο και δικαιότερο καθεστώς εντός της Κίνας για τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές εμπορικές και επενδυτικές δραστηριότητες.
Η ΕΕ σε αυτό το πεδίο δεν έχει να ανταγωνιστεί μόνο τον οικονομικό γίγαντα της ανατολής αλλά περισσότερο τον ίδιο της τον εαυτό, στα διάφορα επίπεδα που αναλύθηκαν παραπάνω (διμερείς επαφές της κάθε χώρας ξεχωριστά με την Κίνα, ανοχύρωτο θεσμικό πλαίσιο, οι «17» της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, κυβερνήσεις χωρών-μελών λαϊκίστικου προσανατολισμού κλπ). Σε αυτήν την διμέτωπη εσωτερική «πάλη» έχει αφενός να πετύχει την ενιαία και συγκροτημένη αντιμετώπιση του εμπορικού της εταίρου απέναντι σε όλες αυτές τις διαιρετικές ή κατά μόνας εθνικές κινήσεις και αφετέρου να εφαρμόσει ένα αυστηρό πλαίσιο εσωτερικών κανόνων και θεσμικών διαδικασιών που θα τηρούνται απαρέγκλιτα και θα εναρμονίζουν τα κινεζικά κεφάλαια με τις αρχές και το πλαίσιο του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Σε αυτή την μάχη δεν αρκούν μόνο τα γρήγορα βήματα, χρειάζεται να είναι και συντεταγμένα.
Όσον αφορά την χώρα μας, το νέο, 17ο μέλος της ομάδας των Ευρω-βαλκανικών κρατών που συγκροτούν μια ιδιότυπη πολυεθνική σύνοδο με την Κίνα, οφείλει να συνεχίσει (όπως έχουν κάνει όλες οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια) να κινείται προσεκτικά και διορατικά σε δύο κυρίως επίπεδα: Από τη μία να διαφυλάξει την μέχρι σήμερα πρωτοπορία της και έξωθεν μαρτυρία ως «καλό παράδειγμα» επενδυτικής δραστηριότητας της Κίνας σε ευρωπαϊκό έδαφος και από την άλλη να συμβάλει στην ενιαιοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής, αξιοποιώντας την αυξημένη βαρύτητα που της δίνει ο πρωτοποριακός της ρόλος. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως παρά τις όποιες –αυτονόητες- επιφυλάξεις ευρωπαίων εταίρων απέναντι στην μεγάλη επένδυση της κινεζικής Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, η συνεργασία αυτή αποτελεί παράδειγμα ως προς τον σεβασμό κανόνων και αδειοδοτήσεων, τις συνθήκες εργασίας και το επίπεδο των αμοιβών και ως προς τον μακροπρόθεσμο και συνεπή επενδυτικό σχεδιασμό. Με αυτό το βέλος στη φαρέτρα της η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να κινείται στην τοπική – βαλκανική και διεθνή σκακιέρα διασφαλίζοντας τον ρόλο της ως προνομιακού συνομιλητή της επενδυτικής υπερδύναμης και ταυτόχρονα μπορεί να συνεισφέρει σε τεχνογνωσία και εφαρμοσμένη εμπειρία, ως πλήρες μέλος όλων των ευρωπαϊκών θεσμών, στον τρόπο που μπορούν καλύτερα να σχεδιαστούν και να προστατευτούν οι μελλοντικές επενδυτικές και εμπορικές συμπράξεις.