Οι εξελίξεις στην ελληνική «Κεντροαριστερά», την ΕΕ και το επενδυτικό κλίμα στην Ελλάδα, είναι τα βασικά θέματα του νέου Δελτίου ανάλυσης του ΔΙΚΤΥΟΥ.
Τελευταία ευκαιρία;
Το ΔΙΚΤΥΟ συμμετείχε πριν από ένα χρόνο στην Επιτροπή Θέσεων και Διαλόγου, μαζί με τα κόμματα και κινήσεις του ευρύτερου χώρου (από την Κεντροαριστερά μέχρι τους Φιλελεύθερους) καταθέτοντας συγκεκριμένες προγραμματικές προτάσεις μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Σκοπός της συγκεκριμένης επιτροπής ήταν η σύνταξη ενός κοινού πορίσματος – οδικού χάρτη, που αφού καθόριζε το Πολιτικό Πλαίσιο, θα οδηγούσε στη δημιουργία ενός νέου ενιαίου φορέα. Τον ίδιο στόχο, χωρίς όμως το πολιτικό πλαίσιο, έχει και η φετινή προσπάθεια με ενδιάμεσο σταθμό την εκλογή του επικεφαλής.
Η περσινή προσπάθεια δεν καρποφόρησε γιατί δεν λύθηκε το μείζον ζήτημα που και τώρα επικρέμεται πάνω από τη διαδικασία. Αν, δηλαδή, θα προκύψει ένα νέο κόμμα ή μία ρηχή και a la carte συνομοσπονδία κομμάτων, όπως πχ ήταν το ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Και τότε, όπως και τώρα, είχαμε υπογραμμίσει ότι και οι διαδικασίες και η ειλικρινής πρόθεση προς τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, θα κρίνουν το τελικό αποτέλεσμα.
Και τότε, όμως, όπως και τώρα και οι διαδικασίες και η βούληση ως προς το στόχο δεν έχουν μεταβληθεί ριζικά.
Το ζητούμενο δεν έγκειται μόνο στο αδιάβλητο της διαδικασίας, αλλά τι ακριβώς σημαίνει εκλογή αρχηγού σε ένα ομοσπονδιακό μόρφωμα; Σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης τα τρία τελευταία χρόνια, η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι ανήκουν στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, ζητούν ένα νέο κόμμα. Εάν δεν υπάρξουν ξεκάθαρες απαντήσεις και δεσμεύσεις, πριν από την ψηφοφορία, στο συγκεκριμένο ζήτημα, τότε το όλο εγχείρημα αφορά την εκλογή απλώς ενός προσώπου, που θα αναζητά ρόλο την επόμενη μέρα, σε ένα θολό τοπίο.
Έστω, ότι ο χώρος μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ είναι εμφανής και παρέχει ικανό έδαφος για την ανάπτυξη ενός κεντρώου ή κεντροαριστερού πολιτικού σχηματισμού, ποια είναι η εναλλακτική πρόταση που αυτός μπορεί να φέρει υπό τις παρούσες «μνημονιακές» συνθήκες;
Όταν οι δεσμεύσεις της χώρας έναντι των εταίρων και δανειστών της είναι τόσο σαφείς, καθιστώντας δυσδιάκριτη τη δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσής τους σε βάθος, ποια μπορεί να είναι η παρεμβατική ισχύς ενός ιδεολογικά πολυποίκιλου πολιτικού σχηματισμού, το ακριβές αποτύπωμα του οποίου στο εκλογικό σώμα είναι δημοσκοπικά τουλάχιστον ισχνό;
Όταν, λοιπόν, αυτός ο νέος φορέας, επιλέγει να μην αποτυπώσει την ιδεολογική του ταυτότητα και να συσταθεί σε κόμμα, αλλά να εκλέξει επικεφαλής χωρίς σώμα, πώς θα ορίσει τον ζωτικό πολιτικό του χώρο, μέσα από κόμματα-συνιστώσες με πολύ διαφορετικές μεταξύ τους τάσεις;
Αυτό το οποίο έχει ανάγκη ο συγκεκριμένος χώρος, είναι μια καθαρή οργανωτική πρόταση για την δημιουργία του νέου κόμματος, χωρίς αστερίσκους, θολό τοπίο και προσωπικές στρατηγικές που απωθούν τους πολίτες. Μαζί με μία ολοκληρωμένη, βιώσιμη και πειστική πρόταση εξόδου από την κρίση, πάνω στην οποία θα υπάρξουν συμμαχίες για ένα αποτελεσματικό μοντέλο διακυβέρνησης, πέρα κι έξω από αυτά που ζήσαμε μέχρι τώρα.
Το πιο βασικό είναι ότι αυτός ο χώρος για να ανθίσει χρειάζεται, από τους υποψήφιους για την ηγεσία του, άλλη πρόταση, ελκυστική, με νέες εθνικές προτεραιότητες, παραγωγική ανασυγκρότηση, ανάκτηση κυριαρχίας, πολιτική αναδιοργάνωση, πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες και όχι γενικότητες. Χρειάζεται πολιτική και όχι επικοινωνία.
Οι Σκουριές και οι …σκουριασμένες επενδύσεις
Στο θέμα της εξόρυξης χρυσού στη Χαλκιδική δεν θα σταθούμε. Με αφορμή την πολυετή όμως, αυτή υπόθεση, είναι χρήσιμο να παρουσιαστεί και να υπογραμμιστεί η ανάγκη των επενδύσεων για την έξοδο από την κρίση. Να υπογραμμίζεται καθημερινά και να γίνει κτήμα όλων ότι χωρίς επενδύσεις η χώρα δεν θα ορθοποδήσει ποτέ.
Η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης από μόνη της ούτε επαρκεί, ούτε αποτελεί αναπτυξιακό οδηγό. Μία μεγάλη επενδυτική κινητοποίηση σε δραστηριότητες με
εξωστρέφεια, καινοτομία, οικονομίες κλίμακας και νέες θέσεις εργασίας είναι επείγουσα. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς του ΣΕΒ, για να εξισορροπήσουμε την απο-επένδυση που έχει υποστεί η οικονομία απαιτείται ένα επενδυτικό σοκ τουλάχιστον €100 δισ. Μέχρι το 2020.
Η προσέλκυση επενδύσεων αποτελεί όμως σημείο-κλειδί για τη χώρα καθώς τα στοιχεία της AMECO δείχνουν πως η Ελλάδα παρουσιάζει με 11,7% το μικρότερο ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου ο μέσος όρος επενδύσεων ανέρχεται στο 19,8% και στη γειτονική μας Ρουμανία φθάνει στο 24,9%. Ο συνδυασμός μάλιστα της παρατεταμένης ύφεσης και της πιστωτικής ανεπάρκειας έχει εξανεμίσει μεταξύ 2008 και 2016 το 64% των «φυσικών» επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της PwC, από το 2009 ως το 2016 οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ (το οποίο μειώθηκε εξάλλου στα χρόνια της κρίσης κατά 26%) στην Ελλάδα απομακρύνθηκαν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο επενδυτικό κενό ύψους 540 δισ. ευρώ. Τα δεδομένα δείχνουν μάλιστα πως θα πρέπει άμεσα να αυξηθούν οι ετήσιες επενδύσεις για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη καθώς οι ανάγκες της οικονομίας ως το 2022 υπολογίζονται σε 270 δισ. ευρώ, αρκετά παραπάνω από τους υπολογισμούς του ΣΕΒ, απεικονίζοντας την αναγκαιότητα μιας επενδυτικής έκρηξης τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στις υποδομές, στην κατοικία και στον αγροτικό τομέα.
Ωστόσο, οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης υπολείπονται σημαντικά των απαιτήσεων ώστε να καλυφθεί το ποσό των 270 δισ. ευρώ που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανοδική έκρηξη την οικονομία, καθώς το κενό χρηματοδότησης υπολογίζεται στα 155 δισ. ευρώ.
Οι επενδύσεις πλέον δεν επαρκούν ούτε για τη συντήρηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, με τις περίπου €12 δισ. (αρνητικές) καθαρές επενδύσεις ετησίως (με στοιχεία 2014) να δυσχεραίνουν κάθε δυνατότητα στέρεας ανάκαμψης της παραγωγής. Σε αντιδιαστολή το νέο ΕΣΠΑ (πλην αλιείας) δεν ξεπερνά τα €15 δισ.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι οι δημόσιοι πόροι δεν επαρκούν για να καλυφθεί το κενό, οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι μονόδρομος.
Το Δικαστήριο της ΕΕ υποστηρίζει τη μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο
Τη στιγμή που τα ελληνικά νησιά αρχίζουν να δέχονται ξανά πιέσεις προσφυγικών ροών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε πλήρως τις ενστάσεις που υπέβαλε η Ουγγαρία και η Σλοβακία κατά του σχεδίου μετεγκατάστασης προσφύγων που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Σεπτέμβριο του 2015. Ως είθισται, η απόφαση αυτή επικύρωσε τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε στα τέλη Ιουλίου.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δίνει στην Επιτροπή σταθερή νομική βάση για να κινήσει διαδικασίες εναντίον κρατών μελών που δεν συμμορφώνονται με την απόφαση για μετεγκατάσταση των προσφύγων, γεγονός που θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε πρόστιμα. Μακροπρόθεσμα, το πρόγραμμα μετεγκατάστασης των προσφύγων μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας πρότασης της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση του κανονισμού του Δουβλίνου, ο οποίος, αυτή τη φορά, θα πρέπει να ακολουθήσει μια νομοθετική διαδικασία που θα εμπλέξει τα ευρωπαϊκά και εθνικά κοινοβούλια.
Παρά το γεγονός ότι η Σλοβακία και η Ουγγαρία έχουν το προβάδισμα στην αμφισβήτηση του καθεστώτος μετεγκατάστασης, και άλλες χώρες παραβιάζουν επίσης τις δεσμεύσεις τους για τη μετεγκατάσταση. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση προόδου της Επιτροπής για τη μετεγκατάσταση, [1] η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν μετέφεραν πρόσφυγες ούτε από την Ιταλία ούτε από την Ελλάδα.
Συνολικά, κάτω από 25.000 πρόσφυγες έχουν μετεγκατασταθεί μέχρι στιγμής, από μια αρχικά προβλεπόμενη δέσμευση που θα ξεπερνούσε τους 98.000. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε την άνοιξη, οι αρχικές εκτιμήσεις των επιλέξιμων αιτούντων άσυλο έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω, σε περίπου 33.000 από αρχική εκτίμηση των 160.000.
Όσον αφορά τη συμφωνία επανεγκατάστασης με την Τουρκία, υπάρχουν εννέα κράτη μέλη που δεν κατάφεραν να μετεγκαταστήσουν πρόσφυγες, αν και συνολικά πάνω από 17.000 έχουν μεταφερθεί.
Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η Σλοβακία και η Ουγγαρία υποστήριζαν ότι η απόφαση του Συμβουλίου ήταν ουσιαστικά μια τροποποίηση του κανονισμού του Δουβλίνου σχετικά με τις αιτήσεις ασύλου και, ως εκ τούτου, έπρεπε να εγκριθεί με νομοθετική διαδικασία. Υποστήριξαν επίσης, ότι θα έπρεπε να είχαν συμμετάσχει τα ευρωπαϊκά και εθνικά κοινοβούλια στην υπόθεση και ότι τα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Ιουνίου του 2015 που ζητούσαν «συναίνεση» απαιτούσαν ομοφωνία το Σεπτέμβριο, σε αντίθεση με την ειδική πλειοψηφία, ενστάσεις όμως, που απορρίφθηκαν.
Γιάννης Μαστρογεωργίου, Διευθυντής Δικτύου
Γιώργος Παπούλιας, Πολιτικός Επιστήμονας – Συνεργάτης Δίκτύου