Μετά την αναστήλωση του διχαστικού μοτίβου που εξελίχθηκε στη βουλή με αφορμή τη συζήτηση για τις εξελίξεις στη Δικαιοσύνη, το πολιτικό εκκρεμές επιστρέφει στο μέρος της οικονομίας και της αξιολόγησης.
Οι προεκτάσεις της υπόθεσης της διαρροής της συνομιλίας των στελεχών του ΔΝΤ για την αξιολόγηση είναι ακόμα αβέβαιες
Οι ζυμώσεις στην Κεντροαριστερά εντείνονται -καταρχάς επιφανειακά – αφού οι βαθύτερες επιδιώξεις των πρωταγωνιστών παραμένουν ακόμα άδηλες και ο τελικός στόχος του εγχειρήματος ασαφής.
Η ΕΕ μετρά ακόμα πληγές από τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις Βρυξέλλες που βάζουν πλέον επιτακτικά το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων τόσο στα θέματα εσωτερικής ασφάλειας όσο και γενικότερης πορείας της Ένωσης.
Το επαναλαμβανόμενο τέχνασμα του «διχασμού» και η αδιάψευστη στατιστική της κρίσης
Δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από τότε που η βουλή με συντριπτική πλειοψηφία στήριζε τη συμφωνία – 3ο Μνημόνιο που συμφώνησε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους Θεσμούς. Πέρα από το βαρύ νέο φορτίο που θα επωμιζόταν ο ελληνικός λαός, μία ασθενής αύρα πολιτικής ωρίμανσης διαχέονταν. Οι πολιτικές δυνάμεις έδειχναν διατεθειμένες να γυρίσουν σελίδα στο μεταπολιτευτικό κεφάλαιο της αντιπολιτευτικής ισοπέδωσης.
Η συνέχεια όμως, δεν ήταν η αναμενόμενη. Λίγο η υπόθεση της δήθεν συναίνεσης για το ασφαλιστικό που συνοδεύθηκε από Σύσκεψη Αρχηγών, λίγο η καρμπόν με την προηγούμενη προσπάθεια συναίνεσης για το Προσφυγικό που και αυτή συνοδεύθηκε με αντίστοιχη Σύσκεψη, με λίγο καλύτερα αποτελέσματα, αλλά χωρίς απτό αποτέλεσμα, ήταν αρκετά για να οδηγήσουν το πολιτικό σύστημα σε νέο κύκλο εσωστρέφειας. Η αναδίπλωση αυτή κορυφώθηκε στην πρόσφατη συζήτηση στη βουλή για τη Δικαιοσύνη. Με ευθύνη της Κυβέρνησης έγινε η συζήτηση, με ευθύνη της Κυβέρνησης διχάστηκε ξανά το πολιτικό σκηνικό. Ίδια διχαστική ρητορική, επανάληψη διαχωριστικών γραμμών και ουσία μηδέν. Στο παρελθόν τέτοιες συζητήσεις γίνονταν προς το τέλος μίας κυβερνητικής θητείας κι όταν ήδη είχε σημειωθεί σημαντική φθορά στην κοινή γνώμη και αδυναμία διαχείρισης της πολιτικής ατζέντας με …δημιουργικά μέσα. Τόσο επί Κ. Σημίτη όσο και επί Κ. Καραμανλή, η εκάστοτε Κυβέρνηση επιδίωκε πρόσκαιρη αναβάπτιση στα διαφανή νάματα της μάχης κατά της αδιαφάνειας, ανασύροντας υπαρκτά αλλά και… φανταστικά σενάρια από το συρτάρι, με «δικαστικό άρωμα» αλλά και πενιχρά αποτελέσματα.
Όπως έχουμε επανειλημμένως υπογραμμίσει η Κυβέρνηση δεν επιθυμεί ούτε τη διεύρυνση της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας, ούτε οικουμενική, ούτε προγραμματική σύμπλευση με τα κόμματα της κεντροαριστεράς. Οι κατά περίσταση ευρωπαϊκοί και εγχώριοι πόθοι στρατηγικής συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ με ΠΑΣΟΚ και ΠΟΤΑΜΙ, είναι δύσκολο να ευοδωθούν όσο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ισχυρή δύναμη 149 βουλευτών που δύσκολα μπορούν να δεχθούν και να σηκώσουν το σύνθετο βάρος των μέτρων 5.5 δις, του προσφυγικού και της διεύρυνσης με τους «προηγούμενους».
Η Κυβέρνηση όσο και αν θέλγεται από την εξουσία, θα προτιμήσει να προκηρύξει εκλογές παρά να συνεργαστεί με «εκείνους που μας έφεραν εδώ».
Η ρελάνς του Κυρ. Μητσοτάκη μέσω του αιτήματος για προσφυγή στις κάλπες εξυπηρετεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο δύο παράλληλα αιτήματα. Αφενός να αλλάξει την κυβερνητική ατζέντα και αφετέρου να αποσείσει από πάνω του την αίσθηση ότι «δεν βιάζεται, άρα δίνει χρόνο σε μία κακή κυβέρνηση». Πίσω όμως, από αυτούς τους δύο εμφανείς στόχους, κρύβεται ένας ακόμα. Η προσπάθεια εκ των προτέρων έκθεσης στα μάτια της κοινής γνώμης όσων προτίθενται (;) να συμπλεύσουν με την χειρότερη – σύμφωνα με την Αντιπολίτευση- Κυβέρνηση των τελευταίων ετών.
Υπ’ αυτή την έννοια οι προσπάθειες συσπείρωσης, διά του διχασμού, της κυβερνητικής βάσης, θα συνεχιστούν έως ότου βρεθεί ένα νέο αφήγημα…αν βρεθεί.
Στις πολιτικές εκτιμήσεις ο ρόλος της στατιστικής είναι ελάχιστα χρήσιμος. Συνήθως υποβοηθητικά χρησιμοποιείται για να στηρίξει μία άποψη. Στην περίπτωση πάντως της διάρκειας ζωής της κρίσης και των μνημονιακών Κυβερνήσεων, η στατιστική αναφέρει ότι από το 2009 και μετά κατά Μ.Ο. κάθε Κυβέρνηση έχει διάρκεια 2 ετών:
Β’ Κυβέρνηση Καραμανλή 2007-2009
Κυβέρνηση Παπανδρέου, Οκτώβριος 2009 – Νοέμβριος 2011
Κυβέρνηση Σαμαρά Ιούνιος 2012 – 2014 (τυπικό πολιτικό τέλος Ευρωεκλογές Ιουνίου)
Η Κυβέρνηση του κ. Τσίπρα εισέρχεται πλέον στον 15ο μήνα. Η επαναβεβαίωση του Σεπτεμβρίου δεν μηδένισε το κοντέρ, το καθυστέρησε για λίγο.
Κυβερνητική ήττα στο Προσφυγικό – Ανυπολόγιστη η φθορά που προκαλείται
Μπορεί εκ πρώτοις η Κυβέρνηση να ισχυρίζεται – και όχι αβάσιμα- ότι η συμφωνία με την Τουρκία για το Προσφυγικό, δύναται να περιορίσει σε ελάχιστο βαθμό τις ροές από τα τουρκικά παράλια, αλλά η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική και αρκετά πιο σύνθετη στο διπλωματικό επίπεδο της ανάλυσης της συμφωνίας.
Τον Απρίλιο του 2015 ο Υπουργός Άμυνας Π. Καμμένος δήλωνε στους Times, πως «αν η Ελλάδα εκδιωχθεί ή αναγκασθεί να βγει από την ΟΝΕ, κύματα μεταναστών χωρίς χαρτιά, συμπεριλαμβανομένων ριζοσπαστικών στοιχείων, θα ξεχυθούν από την Τουρκία προς την καρδιά της Δύσης». Λίγες μέρες αργότερα η κα. Χριστοδουλοπούλου προέβη στην περιβόητη δήλωση περί εξαφάνισης μεταναστών.
Σήμερα αποδεικνύεται με κρυστάλλινο τρόπο η διπλωματική απομόνωση στην οποία οδήγησε τη χώρα το περσινό πρώτο εξάμηνο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η Κυβέρνηση έκανε σχεδόν ό,τι περνούσε από το χέρι της για να πείσει τους ευρωπαίους ότι δεν θέλει ή δεν δύναται να φυλάξει τα ανατολικά της θαλάσσια σύνορα, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι η αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων αποτελεί θεμέλιο λίθο της λειτουργίας της Ζώνης Σένγκεν.
Όταν πλέον οι ροές αυξήθηκαν ραγδαία και η συγκυρία επιβαρύνθηκε από τα χτυπήματα σε Παρίσι και Βρυξέλλες, η Κυβέρνηση κινητοποιήθηκε και έθεσε δύο διπλωματικούς στόχους: να μην κλείσουν τα βόρεια σύνορα και να καταστεί υποχρεωτική η μετεγκατάσταση των προσφύγων σε όλα τα κράτη της ΕΕ. Ο δε Πρωθυπουργός υπονόησε μέχρι και τη χρήση του βέτο! Εν τέλει η Κυβέρνηση δεν πέτυχε κανένα στόχο και το βέτο δεν ετέθη ούτε ως υπόνοια.
Παράλληλα με όλα αυτά η κατάσταση που καθημερινά διαμορφώνεται τόσο στους χώρους …παράτυπης συγκέντρωσης των εγκλωβισμένων εντός ελληνικής επικράτειας προσφύγων και μεταναστών, όσο και η γενικότερη εικόνα που εκπέμπεται από την εξέλιξη του ζητήματος, είναι φανερό πως προκαλεί την έντονη κοινωνική κατακραυγή αλλά και ανυπολόγιστη –προς το παρόν- πολιτική φθορά για την κυβέρνηση, η οποία χρεώνεται πια το ζήτημα ως αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής έμπνευσης και διαχείρισης. Ένα ακόμα παράδειγμα πλήρους ασυμβατότητας των προεκλογικών της εξαγγελιών και της μέχρι πρότινος πολιτικής της νοοτροπίας και της αντίστοιχης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, στο οποίο αναγκάζεται να πραγματοποιήσει ξανά αναγκαστική …προσγείωση.
Το πρόβλημα με την τυχαία στρατηγική που υλοποιεί η Κυβέρνηση σχεδόν σε όλα τα επίπεδα, είναι ότι ενώ κάθε σώφρων χώρα κλείνει μέτωπα και δεν ανοίγει νέα αν δεν μπορεί να τα ελέγξει, η Ελλάδα ανοίγει συνεχώς νέα, τόσο με τους ευρωπαίους εταίρους όσο και με διεθνείς οργανισμούς: Δημοσιονομική κρίση εξαετίας, διαχείριση προσφυγικού, άκαιρη ανακίνηση Σκοπιανού, χρήση διαρροής συνομιλιών στελεχών του ΔΝΤ κλπ, συνιστούν κρίκους στην αλυσίδα όχι μόνο των ανοικτών μετώπων, αλλά και στην προβληματική διαχείριση των συμφερόντων της χώρας.
Η σερνάμενη αξιολόγηση και το IMF-GATE
Η διαρροή των συνομιλιών ως προς το περιεχόμενο δεν θα έχει τρομερή επίπτωση, γιατί αυτό που αποτυπώνεται για μία ακόμα φορά είναι οι διαφορές ανάμεσα στους Θεσμούς. Αυτό το γνωρίζαμε ήδη. Αυτό όμως, που δεν γνωρίζουμε ακόμα, είναι κατά πόσο αυτό θα επιβραδύνει τη διαπραγμάτευση, με προμετωπίδα των διαφωνιών τη διαχείριση του χρέους. Οι διαφορές ΔΝΤ-Ευρωπαίων αφορούν άρα το ύψος της δυναμικής της ελληνικής οικονομίας. Αυτές οι διαφορές συζητήθηκαν στο Βερολίνο ανάμεσα στην επικεφαλής του ΔΝΤ και τη Γερμανίδα Καγκελάριο. Εν ολίγοις οι δύο ισχυρές κυρίες εμμέσως ανέδειξαν τις διαφορές τους θέσεις, αλλά πέρασαν το μήνυμα ότι σε αυτή τη διαφωνία δεν θέλουν την Ελλάδα ως διαιτητή. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να λύσει τις διαφορές της με τους Θεσμούς στο Χίλτον και οι Θεσμοί θα λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές στο Βερολίνο και στην εαρινή σύνοδο στην Ουάσινγκτον.
Το μόνο νέο ως προς το περιεχόμενο από τη διαρροή είναι το 1.5% πλεόνασμα που αναφέρει ο Π. Τόμσεν και η πίεση εκ μέρους του για διαγραφή χρέους. Ο κ. Τόμσεν ουσιαστικά ζητά να μειωθεί ο στόχος του πλεονάσματος στο 1.5-2.5%! Υπό κανονικές συνθήκες, η ελληνική Κυβέρνηση θα έπρεπε να τον χειροκροτήσει! Η Κυβέρνηση όμως, στρέφεται εναντίον του για λόγους που πρέπει πειστικά να επεξηγήσει, εκτός αν η αντίδρασή της εντάσσεται στο παιχνίδι των … «εξωτερικών εχθρών». Αν αυτό θα οδηγήσει σε «ηρωική έξοδο» ή θα αναζητηθούν απλώς προπαγανδιστικά οφέλη, θα φανεί σύντομα.
Η υπόθεση της διαρροής, ως κίνηση, όμως, θα έχει σίγουρα αντίκτυπο. Σκέψεις και προτάσεις πάντα παράγονται πάνω στο τραπέζι των συζητήσεων. Άλλες ανεδαφικές, άλλες ενδιαφέρουσες, όμως, είναι ένα θέμα η επίσημη καταγραφή τους και άλλο θέμα να αποδειχθεί ότι η εν κρυπτώ καταγραφή έγινε από την Ελλάδα ή στην Ελλάδα. Αυτό – αν αποδειχθεί – θα προσδώσει πολύ αρνητική χροιά στις σχέσεις ανάμεσα στους Θεσμούς, ανάμεσα στους Θεσμούς και την Ελλάδα και εν τέλει στην πορεία της αξιολόγησης, προκαλώντας σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρα και πολιτικό κόστος το οποίο είναι νωρίς για να προσμετρηθεί, όσο και η υπόθεση παραμένει αδιευκρίνιστη. Η ίδια η αποκάλυψη από μόνη της πάντως, της πραγματοποίησης τέτοιων ενεργειών εντός ελληνικού εδάφους, θα έπρεπε αν μη τι άλλο να έχει προκαλέσει σειρά απολογητικών μηνυμάτων από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης αλλά και άμεσης κινητοποίησης πολιτειακών μηχανισμών, τόσο για την απόδοση ευθυνών όσο και για την άμεση αποτροπή τους στο μέλλον.
Με την τεχνητή βοήθεια του Προσφυγικού φαινόταν έως σήμερα ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωνόταν. Η ατυχής όμως και πλήρως αντιθεσμική χρήση εκ μέρους της Κυβέρνησης της διαρροής των συνομιλιών έριξε τη σκιά της πάνω από την αξιολόγηση και γκριζάρισε το τοπίο. Η αξιολόγηση έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί ήδη από πέρυσι το φθινόπωρο -σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό- και τυχόν νέα καθυστέρηση θα επέτεινε την ήδη καλλιεργηθείσα αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας. Τώρα η αξιολόγηση όχι μόνο διακυβεύεται ως προς το στόχο (λήψη δόσης), αλλά περνά και σε φάση διαίρεσης, καθώς όπως γίνεται πάντα, τα εκάστοτε χωριστά κείμενα-αξιολόγησης ESM και ΔΝΤ αναμένεται να έχουν τις μεγαλύτερες μεταξύ τους διαφορές-διαφωνίες στην μέχρι σήμερα πορεία υλοποίησης του προγράμματος, καθώς τα δύο μέρη φαίνονται αμετακίνητα από τις δηλωμένες μέχρι σήμερα θέσεις τους.
Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια ωραιοποίησης μιας σαθρούς κατάστασης αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί:
– Η λύση για το χρέος αν δοθεί, δεν θα είναι τίποτε παραπάνω από όσα έχει ήδη προεξοφλήσει η παγκόσμια αγορά και έχουν διαμηνύσει οι Θεσμοί(ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ 2014). Θα πρόκειται ουσιαστικά για μία επιμήκυνση που είναι πιθανό να συνοδευθεί με νέα μέτρα.
– Έμφαση θα δοθεί για ακόμη μια φορά στην εξασφάλιση περισσότερων εσόδων μέσω μέτρων φορολογικού χαρακτήρα, παρά στον περιορισμό των δαπανών. Σε μια χώρα, ωστόσο, στην οποία ποσοστό άνω του 50% των φορολογουμένων έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και η φοροδοτική ικανότητα έχει πλήρως εξαντληθεί, είναι αδιανόητο πώς μπορεί η φορολογία να σηκώσει το βάρος της αξιολόγησης. Πέρυσι 1,2 εκατ. φορολογούμενοι δήλωσαν μηδενικό εισόδημα και 4,6 εκατ. δήλωσαν εισόδημα έως 10.000 ευρώ. Όλοι αυτοί μαζί πλήρωσαν κατά μέσο όρο 139 ευρώ κατά κεφαλήν ή συνολικά το 7,5% του συνόλου των εσόδων φορολογίας φυσικών προσώπων. Αντίθετα, το 42% των εσόδων από τη φορολογία αυτή προήλθε από 267 χιλιάδες φορολογούμενους, οι οποίοι κατέβαλαν κατά μέσο όρο φόρο 13.790 ευρώ έκαστος, δηλώνοντας εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί…
– Το τραπεζικό σύστημα είναι ημιθανές, όπως δείχνουν οι αριθμοί
121 δισεκ. καταθέσεις ιδιωτών και επιχειρήσεων.
202 δισεκ. δάνεια
112 δισεκ. μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
19,8 δισεκ. αναβαλλόμενο φόρο
Το επόμενο διάστημα οι τράπεζες θα ασχολούνται μόνο με τη διαχείριση των κόκκινων δανείων. Το θέμα των κόκκινων δανείων θεωρείται πρώτης προτεραιότητας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από όλους του δανειστές. Θα πρέπει λοιπόν να θεωρείται βέβαιο ότι οι Θεσμοί δεν θα κάνουν πίσω στο θέμα των κόκκινων δανείων. Εκτίμηση μας είναι ότι η αξιολόγηση δεν πρόκειται να κλείσει χωρίς κάποια συμφωνία στα κόκκινα δάνεια. Σε κάθε περίπτωση φαντάζει δύσκολο το θέμα αυτό να μετατεθεί για την δεύτερη αξιολόγηση.
Ο ρόλος του Ταμείου και η Εαρινή Σύνοδος του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον 15 -17 Απριλίου
Αν υποθέσουμε ότι δεν είχε μεσολαβήσει η διαρροή των συνομιλιών των στελεχών του ΔΝΤ, σε αυτό το μέτωπο θα αντικρίζαμε δύο διαστάσεις. Την «πολιτική» διάσταση μέσω πχ δηλώσεων στελεχών του Ταμείου, όπως του νέου επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, Maurice Obstfeld, που επαναφέρει το θέμα της προσωρινής χαλάρωσης των μέτρων λιτότητας για την Ελλάδα, εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης: “Βραχυπρόθεσμα μπορεί ασφαλώς να υπάρξει κάποια ελαστικότητα στους στόχους του προϋπολογισμού” δηλώνει στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt. Ενώ από την άλλη υπογραμμίζει ότι σε τελική ανάλυση τα μέτρα λιτότητας και οι μεταρρυθμίσεις είναι αναπόφευκτα, όπως, επίσης και η αμφισβητούμενη από τους ευρωπαίους διαγραφή χρέους παραμένει απαραίτητη.
Δεδομένου, όμως, ότι οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν στην Ελλάδα την ελάφρυνση χρέους που ζητά το ΔΝΤ (κατηγορηματικά αρνητικός ο Σόιμπλε σε δυνατότητα ψήφισης οποιασδήποτε τέτοιας πρότασης από το Γερμανικό Κοινοβούλιο) και την ίδια στιγμή η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που ξεπερνούν τη συμφωνία του προηγούμενου Ιουλίου – κάτι που συστηματικά ζητά το ΔΝΤ επικεντρώνοντας στις περικοπές στις υφιστάμενες συντάξεις- όλα τα δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα πως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ίσως δεν θα μετέχει χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα.
Η δεύτερη διάσταση είναι η τεχνική. Είναι γνωστό ότι το Ταμείο δεν μπορεί εξαιτίας των κανόνων του να δείξει αρκετή ευελιξία, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τα νούμερα της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών, μπορεί να παραμείνει άρα ως παρατηρητής στο τρίτο πρόγραμμα στήριξης, είτε έως ότου οι αριθμοί τελικά βγουν, είτε έως ότου η Ελλάδα εξυπηρετήσει τα δάνεια της με αυτό. Η απόφαση για χαλάρωση της απαίτησης συμμετοχής του ΔΝΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ESM, θα αποτελούσε μια θεμελιώδη αλλαγή στη σχέση της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ και θα σήμαινε ενδεχομένως μία τομή στις σχέσεις ΔΝΤ – ΕΕ στα προγράμματα διάσωσης της Ευρωζώνης.
Να αναφέρουμε εδώ ότι η συνθήκη για τη δημιουργία του ESM ξεκαθαρίζει πως το ΔΝΤ έχει σημαίνοντα ρόλο στα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και ότι μετέχει με διάφορους τρόπους σε αυτά (έωλη, άρα, η αναφορά που γίνεται για διαχείριση των ευρωπαϊκών υποθέσεων αμιγώς από τον ΕSM).
Συγκεκριμένα αναφέρει πως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας συνεργάζεται πολύ στενά με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την παροχή στήριξης σταθερότητας. «Θα επιδιώκεται η ενεργή συμμετοχή του ΔΝΤ, τόσο σε τεχνικό όσο και χρηματοοικονομικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που ζητούν χρηματοπιστωτική συνδρομή από τον ESM αναμένεται να απευθύνουν, εφόσον είναι δυνατόν, ανάλογο αίτημα και στο ΔΝΤ», αναφέρει η συνθήκη. Σε σχέση με τη συνομολόγηση Μνημονίου – κάτι που ήδη συνέβη με την Ελλάδα- η συνθήκη του ESM αναφέρει για το ΔΝΤ τα εξής: «Το συμβούλιο διοικητών του ESM αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ να διαπραγματευθεί με το ενδιαφερόμενο μέλος του ESM μνημόνιο κατανόησης όπου θα περιγράφονται αναλυτικά οι όροι που θα συνδέονται με τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής». Αλλά και για την παρακολούθηση και αξιολόγηση προγραμμάτων του ESM η συνθήκη προβλέπει την ενεργό παρουσία του Ταμείου. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ – επιφορτίζεται με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Σε άλλο σημείο τονίζεται πως ακόμη και η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους που πρέπει να συνοδεύει τα προγράμματα του ESM δύναται να καταρτίζεται σε συνεργασία με το ΔΝΤ. Το άρθρο 38 της συνθήκης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας υπογραμμίζει για τις σχέσεις ESM- ΔΝΤ: «Για την προώθηση των σκοπών του, ο ESM έχει το δικαίωμα να συνεργάζεται, στο πλαίσιο της παρούσας συνθήκης, με το ΔΝΤ, με οποιοδήποτε κράτος το οποίο παρέχει χρηματοπιστωτική συνδρομή σε ένα μέλος του ESM σε ad hoc βάση και με οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό ή οντότητα με ειδικές αρμοδιότητες σε συγγενή πεδία».
Κεντροαριστερό μονοπάτι ή μονόδρομος;
Ερωτηματικό παραμένει αν το κεντροαριστερό μονοπάτι θα οδηγήσει σε κάποιο ξέφωτο. Η εκτίμηση μας παραμένει σταθερή ότι το μόνο μονοπάτι που υπάρχει είναι ο μονόδρομος της δημιουργίας ενός νέου φορέα.
Η νέα ανακίνηση της αναζήτησης κοινού τόπου ανάμεσα στα κόμματα και τους φορείς του χώρου, ήρθε αμέσως μετά τη συζήτηση στη βουλή για τη Δικαιοσύνη. Ο λόγος απλός. Οι συζητήσεις αυτές καλλιεργούν συνήθως το εξουσιαστικό δίπολο. Σε αυτή την αντιπαράθεση των δύο μεγάλων αναζήτησαν και τα μικρότερα κόμματα μία ευκαιρία ανάδειξης και της δικής τους σημασίας μέσω της προσπάθειας σύμπλευσης στην αναζήτηση μίας συνεργασίας.
Η κρίσιμη παράμετρος σε αυτή τη διαδικασία είναι κατά πόσο – το ΠΑΣΟΚ κυρίως – φλερτάρει με την ιδέα συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ, όπως την καλλιεργούν ευρωπαϊκοί θεσμικοί ή άτυποι φορείς και εγχώρια συμφέροντα, υποδαυλίζοντας στην ουσία την διαδικασία συγκρότησης του περιβόητου κεντροαριστερού-μεταρρυθμιστικού πόλου. Αυτό που πρέπει να είναι σαφές εξαρχής πάντως είναι ότι ο στόχος της συνεργασίας πρέπει να οδηγήσει σε ένα νέο φορέα, αλλιώς θα πρόκειται για επανάληψη παλαιότερων προσπαθειών που δεν καρποφόρησαν.
Όλα αυτά, δεδομένης της πυκνότητας του πολιτικού χρόνου και των τρεχόντων εξελίξεων σε όλο το πολιτικό φάσμα, με την διαφαινόμενη εμφάνιση εναλλακτικών επιλογών στην «δεξιά πτέρυγα» του ΟΧΙ του Ιουνίου, που μπορεί να προκαλέσει αντανακλάσεις μεγαλύτερης συμπίεσης, στις δυνάμεις του ΝΑΙ, τις κατεξοχήν δυνάμεις του Κέντρου…
Η ευρωπαϊκή πρόκληση: Περισσότερη ενότητα ή σταδιακή διάλυση;
Ενώ, οι βασικές αρχές της ενότητας της ΕΕ παραμένουν στη θέση τους: η ενιαία αγορά, η αποκλειστική ευθύνη της ΕΕ για το εμπόριο, και η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου, η Ένωση αδυνατεί να παρακολουθήσει ενεργά τις ραγδαίες αλλαγές στο παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον, αλλά και τις οικονομικές τεκτονικές αλλαγές. Σήμερα με αφορμή τη δημοσιονομική κρίση, τα τρομοκρατικά χτυπήματα και το Προσφυγικό, η ΕΕ ίσως για πρώτη φορά εδώ και χρόνια να κάνει βήματα προς τα πίσω.
Η ενότητα της ΕΕ αμφισβητείται πλέον από τη δεκαετή πορεία χαμηλής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας. Αυτό έχει οδηγήσει σε έξαρση το λαϊκισμό και τον εθνικισμό. Η κρίση των προσφύγων, η στάση της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη Συρία, και ο κίνδυνος της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, επιδεινώνουν τις σημαντικές προκλήσεις της διακυβέρνησης της ΕΕ. Το γεωπολιτικό τοπίο είναι διαφορετικό και η Ευρώπη χρειάζεται να βρει νέα κίνητρα και νέους στόχους, αν πρόκειται να προχωρήσει.
Η μεγαλύτερη πρόκληση της Ευρώπης είναι να αποτρέψει τη σημερινή κρίση από το να καταστεί μόνιμη διαταραχή που θα υπονομεύσει ό, τι έχει επιτευχθεί κατά τον τελευταίο μισό αιώνα. Για να επιβιώσει η ΕΕ, πρέπει να θέσει σε λειτουργία πιο στέρεες βάσεις για το ευρώ. Θα πρέπει να βρει νέους τρόπους για την τόνωση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, την καλύτερη αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ευρώπης σε τομείς όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, την καθαρή ενέργεια, και την υψηλή τεχνολογία. Η αγορά εργασίας πρέπει να λειτουργεί με λιγότερα εμπόδια, προκειμένου να συμβάλει στη μείωση της ανεργίας, ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων. Η ΕΕ πρέπει να διασφαλίσει ότι οι σημερινοί περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, ως απάντηση στην αύξηση του αριθμού των προσφύγων, θα αρθούν το συντομότερο δυνατό, τόσο για ανθρωπιστικούς λόγους όσο και για τη διατήρηση της ενιαίας αγοράς.
Αν δεν υπάρξει στροφή κατά την επόμενη δεκαετία, η ΕΕ θα αλλάξει. Οι αποφάσεις θα λαμβάνονται λιγότερο από τα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών και περισσότερο από τα κράτη μέλη, μέσω της μόνιμης διπλωματικής αλληλεπίδρασης. Αυτό συμβαίνει ήδη στις συνόδους κορυφής που γίνονται τώρα σχεδόν κάθε εβδομάδα.
Η Επιτροπή θα γίνει κάτι λιγότερο από ένα πολιτικό όργανο και κάτι περισσότερο από έναν ρυθμιστή και το Ευρωκοινοβούλιο αν συνεχίσει να λειτουργεί ως …φόρουμ, θα αδυνατεί να καλύπτει το «δημοκρατικό έλλειμμα».
Ο κίνδυνος για τις αδύναμες οικονομικά κυρίως χώρες είναι μπροστά μας. Η ΕΕ να γίνει ακόμη πιο «πολυεπίπεδη» με μέλη που θα επιλέγουν κατά περίσταση τις δραστηριότητες στις οποίες επιθυμούν να συμμετάσχουν. Αυτό δεν συνιστά κατ ανάγκη κακή εξέλιξη, αλλά είναι ο μόνος τρόπος η ΕΕ να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί και να παρέχει οφέλη στους Ευρωπαίους στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του 21ου αιώνα.
Το ΔΙΚΤΥΟ παραμένει πιστό στην άποψη – γνωρίζοντας τον αντίλογο – ότι μόνο περισσότερη και αποτελεσματικότερη Ευρώπη, είναι η απάντηση στα σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ένωση, και είτε οφείλονται σε ενδογενή αίτια είτε έχουν έξωθεν αιτίες. Το ευρωπαϊκό όραμα της αλληλεγγύης και της συνοχής, μπορεί να συμβαδίσει με τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα, αρκεί οι Κυβερνήσεις να θελήσουν και να μπορέσουν να δείξουν έμπρακτα στους πολίτες ότι το ευρωπαϊκό αύριο θα είναι καλύτερο από το περιχαρακωμένο εθνικά χθες.
Γιάννης Μαστρογεωργίου, Διευθυντής Δικτύου
Γιώργος Παπούλιας, Πολιτικός Επιστήμονας – Συνεργάτης Δίκτύου