Της Χριστίνας Πατσιούρα*
Το φετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός είχε ως θέμα την 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Για τους μη εξοικειωμένους, αυτός είναι ο όρος με τον οποίο περιγράφονται όλες οι τεχνολογικές εξελίξεις στο χώρο της πληροφορικής, της επικοινωνίας, της βιοτεχνολογίας, οι οποίες εκτυλίσσονται με τέτοιο τρόπο, που καταφέρνουν και γεννούν τελείως νέους τεχνολογικά και επιστημονικά τομείς, όπως είναι το λεγόμενο ”gene editing”, το “additive manufacturing”, “έξυπνα εργοστάσια” που λειτουργούν σχεδόν μόνα τους, κά. Επίσης δημιουργούν προϊόντα και υπηρεσίες με νέα χαρακτηριστικά, ενώ ο γερμανικός βιομηχανικός κλάδος, από όπου και γεννήθηκε ο όρος “4η Βιομηχανική Επανάσταση” (“Ιndustrie 4.0”), καλεί σε ανάγκη επαναπροσδιορισμού της βιομηχανικής παραγωγής εν γένει.
Οι εξελίξες αυτές αναφέρονται ως “Επανάσταση” καθώς αναμένεται να μεταλλάξουν ριζικά όχι μόνο τους τεχνολογικούς τομείς στους οποίους αναφέρονται, αλλά και την ανθρώπινη αντίληψη για την τεχνολογία, τις ίδιες τις δυνατότητες του ανθρώπου, τις ατομικές μας συνήθειες, τις κοινωνίες και τη λειτουργία τους.
Από το φετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ η ελληνική επικαιρότητα όμως δεν συγκράτησε προβληματισμούς για την 4η Τεχνολογική Επανάσταση, αλλά το χολερικό σχόλιο του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών, προς τον κ. Τσίπρα, που είχε ως “είναι η εφαρμογή, ανόητε!”. Από εκεί δανειζόμαστε και εμείς τον τίτλο του άρθρου, για να μιλήσουμε για τη σχέση της τεχνολογικής επανάστασης με τα φαινόμενα επικράτησης ακραίου λαϊκιστικού πολιτικού λόγου και έργων, τα οποία ζήσαμε πρώτα εμείς στην Ελλάδα, και τώρα εξελίσσονται στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
H τεχνολογική επανάσταση είναι η βαθύτερη αιτία η οποία, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, πυροδοτεί όλα τα φαινόμενα ξενοφοβίας, λαϊκισμού, κοινωνικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης, τα οποία παρατηρούνται στην Ελλάδα της κρίσης, την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ως τεχνολογική επανάσταση εννοούμε όλες εκείνες τις μεγάλες αλλαγές της καθημερινότητας και της αντίληψής μας για την πραγματικότητα, που επισυμβαίνουν χάρη στη διάδοση της τεχνολογίας και δη της μετάδοσης της πληροφορίας. Οι υπάρχουσες συνθήκες αφορούν στην αντιμετώπιση αυτής της μετάβασης από τα άτομα και τις κοινωνίες. Για την ακρίβεια λοιπόν είναι η διαχείριση των επιτευγμάτων της τεχνολογικής επανάστασης και όχι τόσο αυτή καθεαυτή. Αλλά επειδή τεχνολογική πρόοδος άνευ χρησιμοποίησης δε νοείται, επικεντρωνόμαστε σε αυτή.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται στο κατώφλιο του να βιώσει μία τεχνολογική εξέλιξη άνευ προηγουμένου, ως προς την ταχύτητα ανάπτυξης και διάδοσης. Οι ζωές μας, η αντίληψή μας για τον κόσμο και τις ανθρώπινες δυνατότητες, η έννοια και η πρακτική της εργασίας, της εκπαίδευσης, της επιχειρηματικότητας, της παραγωγής, ήδη αλλάζουν ριζικά.
Όσοι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι σε ικανότητα προσαρμογής να παρακολουθήσουν και να συμμετέχουν στην καινοφανή αυτή διαδικασία, θα νιώσουν παρείσακτοι, άχρηστοι, θα γίνουν αντικοινωνικοί. Η τεχνολογική επανάσταση δίνει στον άνθρωπο νέες δυνατότητες και ταυτόχρονα του παίρνει πράγματα που νόμιζε δεδομένα. H υπερπολυπλοκότητα του σημερινού κόσμου κάνει τα ανέτοιμα άτομα να παραλύουν. Χάρη στην επανάσταση των τεχνολογιών επικοινωνίας αυτή η έκθεση στο τσουνάμι υπερπληροφόρησης, αντί να ξεκαθαρίζει, περιπλέκει περισσότερο την αντίληψή μας για το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ο άνθρωπος αντιδρά υστερικά σε ό,τι δεν κατανοεί ως προς το πώς και το γιατί επηρεάζει τη ζωή του. Αναπτύσσει μηχανισμούς απόλυτης άρνησης προκειμένου να μην αποδεχτεί ότι οι όποιες σταθερές πεποιθήσεις είχε να στηρίζουν την ύπαρξη και τη στάση ζωής του, τίθενται εν αμφιβόλλω ενόψει των νέων εξελίξεων. Ό,τι δεν ήταν καλά θεμελιωμένο-οι ιδεοληψίες για παράδειγμα-σείεται. Κάθε βήμα προόδου είναι και ένα βήμα εγκλεισμού, περιθωριοποίησης.
Έρευνα αποδεικνύει ότι όταν επιδιώκεις να μεταπείσεις ένα ιδεοληπτικό άτομο με λογικά επιχειρήματα, εκείνο αναπτύσσει ισχυρότατους μηχανισμούς άμυνας και οι πεποιθήσεις του αντί να κάμπτονται, ισχυροποιούνται.
Γιατί όμως ειδικά τώρα η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθόσον η ανθρωπότητα πέρασε και άλλες τεχνολογικές επαναστάσεις και τελικά ανταποκρίθηκε; Η απάντηση έχει να κάνει με το ότι αυτή τη φορά οι εξελίξεις είνα ταχύτατες. Και αυτό συμβαίνει διότι αυτό το κύμα τεχνολογικής εξέλιξης πατάει στο προηγούμενο, το οποίο αφορούσε ακριβώς την επικοινωνία. Αυτή τη φορά το καβαλάει για τα καλά και οι μεταβολές επέρχονται ταχύτατα.
Τα άτομα πρέπει να ανταποκριθούν και οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες. Συνεπώς η αδυναμία προσαρμογής θα είναι εντονότερη. Μπορούμε ήδη να παρατηρήσουμε πως η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας συνυπάρχει γεωγραφικά με εξαιρετικά αντικοινωνικά φαινόμενα, οικονομικές ανισότητες, πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας, εγκληματικότητα, κά. Αυτό είναι το παράδειγμα των ΗΠΑ.
Και αυτό το φαινόμενο είνα πιο ισχυρό από την οικονομική κρίση, η οποία και αυτή αποτελεί αιτία για την οποία τα άτομα στρέφονται στις εύκολες λύσεις, στους λαϊκιστές.
Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο λαϊκισμός, τα ψέμματα, οι μυθοπλασίες και οι θεωρίες συνωμοσίας καθιερώθηκαν τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, τότε που ακόμα «υπήρχε λίπος» και όχι πιο πρόσφατα που η ύφεση βάθυνε.
Τα πρώτα σημάδια είναι εδώ. Το κύμα του λαϊκισμού, της μυθοπλασίας και του παραλόγου που κατέκλυσε την Ελλάδα, λαμβάνει διαστάσεις τώρα και στην Κεντρική Ευρώπη, και στις ΗΠΑ.
Στη Γαλλία, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, επιχειρείται μία εκστρατεία διαλόγου με τους πολίτες, με σκοπό την εναντίωση στις θεωρίες συνωμοσίας και την ανάδειξη της αξίας του ορθολογισμού και της γνώσης, στα θέματα που άπτονται της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, της διακυβέρνησης κρατών, των επιχειρηματικών συμφερόντων. Όλα τα Υπουργεία, καθώς και φορείς της κοινωνίας πολιτών συμμετέχουν. “Το σχολείο είναι εδώ για να υπενθυμίζει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της επιστημονικής γνώσης και της δήθεν αποκάλυψης της αλήθειας, το σχολείο είναι εδώ για να μάθει τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ του αληθινού και του προσφυώς πιθανολογούμενου” (Najat Vallaud-Belkacem, Υπουργός Παιδείας).
Στην Ελλάδα ακόμα βιώνουμε το γκρέμισμα των ψευδαισθήσεων. Δεν χρειάζεται να μιλήσει πολύ κανείς για αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα.
Στην Πολωνία το ακροδεξιό κόμμα της τωρινής κυβέρνησης απευθυνόταν προεκλογικά κατά προτεραιότητα στον κόσμο της επαρχίας, σε μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, χαμηλής μόρφωσης, μιλώντας για το πώς θα πρέπει να είναι ένας «σωστός» Πολωνός, πώς θα γίνει μεγάλη χώρα η Πολωνία ενάντια στους «εξωτερικούς εχθρούς που την επιβουλεύονται». Δεν είχε ατζέντα για τη νέα γενιά, για την επιχειρηματικότητα, για την πορεία της Πολωνίας σε περαιτέρω ενοποίηση με την ΕΕ, παρά απευθυνόταν αποκλειστικά στους λεγόμενους «ξεχασμένους ανθρώπους». Η επικαιρότητα της Ουγγαρίας, Τσεχίας, Σλοβακίας μας μαρτυρά ότι όλο και περισσότερο αυτές οι χώρες επίσης διάκεινται φιλικά στην εν λόγω ατζέντα.
Τι κοινό έχουν όμως όλοι αυτοί οι κήρυκες; Εκμεταλλεύονται αποτελεσματικά την ημιμάθεια και την υστερία που προκαλεί ο φόβος για το άγνωστο. Πρόκεται για τη «μεθοδική οργάνωση της άγνοιας». Οι ιδέες που ευαγγελίζονται αυτοί οι άνθρωποι προσφέρουν μία και έξω λύσεις. Δείχνουν σε μία απλουστευτική αιτία ως κύρια πηγή όλων των κακών. Προσφέρουν άλλοθι στα άτομα για τις ανεπάρκειες και απευθύνονται στις μάζες κολακεύοντάς τες προς εύκολες, πλην αποτυχημένες επιλογές, δείχνοντας σε έξωθεν κατασκευασμένους εχθρούς για ό,τι κακό συμβαίνει.
Αποσείουν το βάρους της ατομικής ευθύνης για περαιτέρω αναζήτηση από τα άτομα. Προωθούν συστηματικά εξιδανικευμένες εικόνες είτε «των παλιών καλών καιρών», της «φτωχής πλην τίμιας Ελλάδας», της «εποχής της αθωότητας», του «σωστού Πολωνού», για παράδειγμα.
Δεν απευθύνονται τόσο σε νέους δραστήριους και ανήσυχους όσο στους λεγόμενους «ξεχασμένους ανθρώπους», στους οποίους υπόσχονται να φέρουν στο προσκήνιο. Και όποιος ταλαιπωρείται στο χάος τσιμπάει. Ουσιαστικά πρόκειται για αναχωρητισμό από πλευράς των αποδεκτών αυτών των μηνυμάτων: το να τα παρατάς φαντάζει δελεαστική επιλογή, παρά να καταπιάνεσαι με την αναζήτηση διαφόρων σχημάτων τύπου αίτιο-αποτέλεσμα.
Δεν είναι θέμα πλούσιων και φτωχών, ούτε νέων και μεγαλύτερων. Το νέο χάσμα είναι μεταξυ ανθρώπων που μπορούν να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να προσαρμόζονται και σε αυτούς που αδυνατούν μένοντας στο περιθώριο, της γνώσης, της επικαιρότητας, της εργασίας, της κοινωνίας.
Και γι’αυτό το λόγο, η μεγαλύτερη ευθύνη πέφτει πλέον στους ώμους αυτών ακριβώς των ατόμων, που ανήκουν σε μία «ελίτ» νέου τύπου, η οποία δεν χαρακτηρίζεται τόσο από την προνομιακή πρόσβαση σε αγαθά και σε καλύτερες υπηρεσίες εκπαίδευσης, αλλά από ανθρώπους που έχουν πετύχει να εναρμονιστούν με τις ταχύτατες εξελίξεις, ευθυγραμμίζοντας την ατομική τους εξέλιξη με αυτή που λαμβάνει χώρα συνολικά στον κόσμο.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι οι συλλογικές και ατομικές μας ευθύνες μπαίνουν στο περιθώριο, επειδή δήθεν είμαστε εξ ορισμού αδύναμοι να ανταποκριθούμε στην τεχνολογική επανάσταση και τις αλλαγές που συνεπιφέρει.
Πρέπει όμως να επισημάνουμε την πραγματική αιτία που υποκινεί αυτές τις μετατοπίσεις, έτσι ώστε να επαναπροσδιορίσουμε το ρόλο μας ως άτομα και ως πολίτες ως προς τον εαυτό μας, την κοινωνία και τις εξελίξες.
Ούτε η τεχνολογική πρόοδος είναι κάτι το επιλήψιμο φυσικά. Η συνεισφορά μας αφορά ακριβώς σε αυτό το θέμα, το πώς θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε τα μέγιστα από τις νέες δυνατότητες και να εφιστήσουμε την προσοχή πως αν δεν το πράξουμε, τότε μοιραία θα ριχτούμε πίσω από την εποχή, καθώς αυτή είναι η δυναμική των πραγμάτων: πρέπει να καβαλήσουμε το κύμα της εποχής, δεν υπάρχει εναλλακτική.
Αν και μελετώ ενθουσιωδώς τις πολιτικές θεωρίες, νομίζω πως από εδώ και πέρα όποια από αυτές δεν μετασχηματιστεί με νέα αφηγήματα, που αρμόζουν στα νέα προτάγματα της εποχής, αυτές σύντομα θα αποτελούν ξεκάθαρα μέρος του προβλήματος. Για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι στη νέα πραγματικότητα που ήδη εκδηλώνεται, δεν θα παίζει τόσο ρόλο το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών αλλά αυτών που μπορούν να παρακολουθούν και να διαμορφώνουν τις εξελίξεις, σε όποιο επίπεδο βρίσκονται, εργασιακό, προσωπικό, κλπ, και αυτών που θα βρίσκονται σε αφασία και παράλυση, δεν θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε και να δώσουμε λύσεις στο ζήτημα ότι κάποιοι άνθρωποι θα λειτουργούν εποικοδομητικά για τις κοινωνίες, και κάποιοι άλλοι θα γίνονται όλο και πιο αντικοινωνικοί, επιθετικοί, οι ικανότητές τους θα απαξιώνονται και δεν θα έχουν καμία επιθυμία συνεισφοράς και προσφοράς.
Τι κάνουμε;
Χρειαζόμαστε όραμα!
Οι προοδευτικοί άνθρωποι, που πιστεύουμε ότι κάθε πρόοδος της τεχνολογίας και της επιστήμης πρέπει να μεταφράζεται σε πρόοδο των ατόμων και των κοινωνιών, οφείλουμε να συγκροτήσουυμε το πολιτικό όραμα που θα οδηγήσει τις κοινωνίες μας στη νέα κατάσταση.
Πρέπει να αναθεωρήσουμε ολόκληρη τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Χρειαζόμαστε εργαλεία που να δίνουν στα άτομα την ικανότητα να αξιολογούν, να εντοπίζουν το οφέλιμο από το επουσιώδες. Τα οργανωμένα συστήματα εκπαίδευσης, δημόσια ή ιδιωτικά, πρέπει να γεννούν άτομα με αυτοπεποίθηση, πολίτες με κριτική ικανότητα και στέρεες βάσεις ως προς το ρόλο τους προς τον περίγυρό τους και ως προς την κοινωνία συνολικά. Τα άτομα πρέπει να μπορούν να επιδιώκουν την ευτυχία τους και να διοχετεύουν τα ταλέντα τους και στη νέα αυτή εποχή.
H Ελλάδα που απέδειξε ότι είναι πιο επιρρεπής στην κατάπτωση, κυρίως εξαιτίας των ανώριμων θεσμών της, που επέπτρεψαν ολέθριους λαϊκιστές να ανέρθουν στην εξουσία, θα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα. Τώρα είναι η στιγμή. Πρέπει να αντιδράσει ειδάλλως θα χάσει το τρένο και καθηλωθεί μόνιμα πια σε μία κατάσταση χωρών άλλου κόσμου…
Η πατρίδα μας, πέρα και πάνω από τους φυσικούς υπεύθυνους των βημάτων προόδου και οπισθοδρόμησης που κατέγραψε στη σύγχρονη ιστορία της, κατέγραψε και χαρακτηριστικές φάσεις στις οποίες αποφάσισε να ανοιχτεί στον κόσμο, να δημιουργήσει, να τολμήσει, να μεγαλώσει, και φάσεις στις οποίες νοστάλγησε την ιδέα της μικρής, «φτωχής πλην τίμιας» Ελλάδας. Στις μεν φάσεις η χώρα πήγε μπροστά, στις δε οπισθοδρόμησε και έφτασε στο χείλος του γκρεμού, χάνοντας πολλά.
To πολιτικό όραμα του μέλλοντος έχει να κάνει με το χτίσιμο μίας κοινωνίας ανοιχτής στις αλλαγές που συντελούνται στο παγκόσμιο στερέωμα και ταυτόχρονα ικανής να τις συνδιαμορφώνει προς όφελος αυτής και των ατόμων που την απαρτίζουν. Η Ελλάδα μας χρειάζεται οράματα «ανοιχτότητας» και καταδίκη όλων των στοιχείων «απομονωτισμού», προσαρμοσμένα στα ιστορικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της εν πολλοίς υπέροχης χώρας.
*Η Χριστίνα Πατσιούρα, είναι αναλύτρια σε θέματα αγοράς και τεχνολογιών της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, τελειόφοιτη της σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών ΕΜΠ