Οι σχέσεις της Κυβέρνησης με την Ευρώπη. Δημιουργία κλίματος.
Από τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου και μετά και με αφορμή την εκρηκτική κατάσταση του προσφυγικού, η Κυβέρνηση σταδιακά αποδημεί την ΕΕ, χτίζοντας μία εικόνα σκληρής και άτεγκτης γραφειοκρατίας της Κομισιόν, που αντιμετωπίζει λογιστικά κυρίως, το πρόβλημα. Μία Ευρώπη των ελίτ, που δεν κατανοεί το πρόβλημα, σε αντίθεση με τις χώρες του Νότου που πλήττονται δυσανάλογα. Εφημερίδες και Μέσα φίλα προσκείμενα στην Κυβέρνηση, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην προάσπιση των ευρωπαϊκών αξιών που θίγονται από την προσφυγική κρίση, δημιουργώντας παράλληλα την εικόνα μίας κρίσης στα θεμέλια της ΕΕ, που θα κρίνει εν πολλοίς το μέλλον της Ευρώπης.
Η εντύπωση αυτή που βασίζεται σε παραδοσιακές απόψεις και συνεπείς ιδέες των κινημάτων της Αριστεράς σχετικά με τα ατομικά δικαιώματα και την εξέλιξη της ΕΕ, υπογραμμίζεται από την Κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό με αφορμή την προσφυγική κρίση σε κάθε δυνατή και πρόσφορη ευκαιρία όπως πχ με την επίσκεψη Ευρωπαίων αξιωματούχων.
Η αντικειμενική κατάσταση πράγματι αναβιβάζει σε Νο1 αξιακή και υπαρξιακή κρίση για το μέλλον της ΕΕ, το προσφυγικό. Οι εξελίξεις σε αυτό το μέτωπο παράλληλα με τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό των Κρατών – Μελών (ενίσχυση των άκρων σε Πολωνία, Γαλλία, Ιταλία, κλπ), κατασκευάζουν μία βραδυφλεγή βόμβα στα ευρωπαϊκά θεμέλια, που πράγματι ίσως εξελιχθεί σε δυσεπίλυτο πρόβλημα.
Είναι πολύ πιθανό η θρυαλλίδα της αποσύνθεσης της ευρωπαϊκής οικογένειας να μην είναι τελικώς η κρίση χρέους, αλλά η κρίση του προσφυγικού, που επαναφέρει «φράχτες» και αναβιώνει το «Κράτος – Έθνος».
Σε αυτή την περίπτωση η Ευρώπη μοιάζει με ετοιμόρροπη πολυκατοικία που δεν αντέχει τους ισχυρούς μετασεισμούς. Πιθανή κατάρρευση του οικοδομήματος ίσως να πρέπει να μη βρει τους… «ενοίκους» εντός… Υπ’ αυτή την έννοια το χτίσιμο μίας εικόνας επαπειλούμενης κατάρρευσης του ευρωπαϊκού αρχιτεκτονήματος, είναι μία έμμεση πρόταση εξέτασης του ενδεχόμενου αποχώρησης από το οικοδόμημα όσο ακόμα αυτό αντέχει.
Με άλλα λόγια η Κυβέρνηση, επιλέγει συνειδητά μία επικριτική στάση απέναντι στην ΕΕ, αλλά πρέπει να γνωρίζει ότι η – δικαιολογημένη εν πολλοίς – επικριτική ρητορεία απέναντι στην ΕΕ, θα λειτουργήσει αποσυσπειρωτικά σε επίπεδο κοινής γνώμης απέναντι στην ΕΕ και θα δημιουργήσει ρήγμα στην ήδη βεβαρημένη εικόνα της. Η απήχηση άλλωστε της ΕΕ παρουσιάζεται αρκετά ευμετάβλητη σε επίπεδο κοινής γνώμης, καθόλη τη διάρκεια του 2015 και δεν αποτελεί πλέον μία πάγια σταθερά για τους πολίτες ο ευρωπαϊκός μονόδρομος της χώρας.
Η εξέλιξη της προσφυγικής κρίσης σε συνάρτηση με τη νέα αφετηρία στη διαδικασία των μακρόσυρτων αξιολογήσεων των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνια) από τους εταίρους, δημιουργεί ένα κλίμα ανατροφοδοτούμενης ρήξης με εταίρους και ευρωπαϊκούς θεσμούς που από τη μία αντικατοπτρίζει το βαθύ χάσμα ανάμεσα σε υποσχέσεις της κυβέρνησης και ιδεολογικές αγκυλώσεις με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και από την άλλη εντάσσεται σε ένα ιδιότυπο power game μεταξύ της γερμανικής πρότασης για αποδυνάμωση της Κομισιόν, με τον έλεγχο της δημοσιονομικής πειθαρχίας να περνά σε ανεξάρτητη αρχή και της γαλλικής για μία κυβέρνηση της ευρωζώνης. Η Ελλάδα μπορεί να είναι μικρή για να κρίνει την έκβαση μίας τέτοιας μάχης, αλλά αρκετά ισχυρή ως συμβολικό μέτωπο της σύγκρουσης των δυνάμεων.
Η παγίδα της πολιτικής διαπραγμάτευσης
Είχαμε υπογραμμίσει και στο παρελθόν ότι η στρατηγική της πολιτικής διαπραγμάτευσης ενέχει σοβαρούς κινδύνους αυτοπαγίδευσης σε ένα επίπεδο όπου η πολιτική θα παίζει το πρώτο ρόλο όχι μόνο για εμάς, αλλά και για τους υπόλοιπους εταίρους. Όταν πολιτικοποιείται η συζήτηση αποκτά χαρακτηριστικά εκτίμησης του πολιτικού ρίσκου, άρα οι «μέτοχοι» του ζητήματος λαμβάνουν υπόψιν την κοινή γνώμη με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στην περίπτωση της Ελλάδος η Κυβέρνηση δεν έχει πλέον – με δική της απόφαση – απέναντι της 4 θεσμούς, αλλά 27 Κυβερνήσεις. ΄Άλλες εν δυνάμει σύμμαχες, άλλες όχι.
Την ίδια προσπάθεια «αποτεχνικοποίησης» της διαπραγμάτευσης επιχείρησε και η προηγούμενη Κυβέρνηση, κυρίως μετά τις ευρωεκλογές, επισείοντας τον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας…με πενιχρά αποτελέσματα. Ο ίδιος κίνδυνος είναι πιθανόν να επαναληφθεί. Μόνο που τώρα δεν υπάρχει εναλλακτική εκ μέρους της Ελλάδος, ενώ οι εταίροι διαθέτουν την εναλλακτική του Σόιμπλε ένα «διάλειμμα» (time-out) της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Η πολιτική διαπραγμάτευση είναι μία δύσκολη και απαιτητική διαδικασία που όμως σπάνια επαναλαμβάνει την τυχόν επιτυχία του. Συνήθως, συνιστά μία μέθοδο σκληρής διαπραγμάτευσης με γνώμονα το κέρδος με ορίζοντα μακροχρόνιο και όχι βραχυπρόθεσμα οφέλη. Όσο πιο πολλές και συχνές είναι οι πολιτικές παρεμβάσεις, τόσο πιο αδύναμες και επομένως αναποτελεσματικές καθίστανται όσο περνάει ο χρόνος. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η λίστα με τα «προαπαιτούμενα» των 2 δισ. ευρώ αλλά και η άλλη λίστα που σχετίζεται με την εκταμίευση του 1 δισ. ευρώ είναι μεν σημαντικές, αλλά όχι τόσο όσο άλλα θέματα που ακολουθούν, όπως το συνταξιοδοτικό, η ελάφρυνση του χρέους κ.λ.π.
Αν λοιπόν συνεχίσει η σπατάλη των πολιτικών μέσων διαπραγμάτευσης, αναρωτιέται κανείς πόσα θα μας έχουν απομείνει όταν έλθει η ώρα για τα πιο σημαντικά.
Αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικές παρεμβάσεις στο ανώτατο επίπεδο θα πρέπει να γίνονται με φειδώ.
Οι κοινωνικές αντανακλάσεις της διακυβέρνησης του «νέου»
Στο «εσωτερικό μέτωπο» γίνεται ορατή πλέον η μεγάλη δυσκολία διατήρησης ορισμένων δομικών χαρακτηριστικών του αντιπολιτευτικού ΣΥΡΙΖΑ και του αντίστοιχου σημερινού ισχυρού κυβερνητικού ετέρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλά και προάγγελος «ανοίγματος» ανάλογων ζητημάτων στο άμεσο μάλλον, οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τις δηλώσεις του υπουργού Παιδείας σχετικά με το Ποντιακό ζήτημα. Η εντύπωση πως μπορούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να πορεύονται ακόμα, με μια ασυντόνιστη διασπορά προσωπικών απόψεων για εθνικά ζητήματα που άπτονται εκτός από ιστορικών και σοβαρών διπλωματικών επιπτώσεων, δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από τις οργανωμένες ή αυθόρμητες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις του κ. υπουργού. Όσο δεν γίνεται αντιληπτό από τα μέλη της κυβέρνησης αλλά και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, το μέγεθος της ευθύνης που φέρει η άποψη ενός κυβερνητικού αξιωματούχου σε τέτοιου είδους ζητήματα, τόσο εύκολα μπορούν να εγκλωβιστούν σε μια συνεχή απολογία και διαχείριση κοινωνικής αναστάτωσης, από δηλώσεις και θέσεις που έχουν διαχρονικά εκφράσει για εθνικά ζητήματα, την εποχή της …άνετης και ασφαλούς θέσης της ελάσσονος αντιπολίτευσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι συντονισμένες «αμυντικές» τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών και κρατικών παραγόντων που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι στις κοινωνικές αντιδράσεις που προκαλούν παρεμβάσεις της κυβέρνησης σε κοινωνικές και διοικητικές δομές (όπως στην Παιδεία) που δεν επηρεάζονται άμεσα από το πρόγραμμα διάσωσης και τις απαιτήσεις των δανειστών. Η προσπάθεια ανάκρουσης της κριτικής και των αντιδράσεων σε πολιτικές που φανερώνουν ιδεολογικό και προγραμματικό αναχρονισμό, με την αιτιολογία της «στοχοποίησης» προσώπων (όπως του απερχόμενου και του νυν υπουργού Παιδείας) την στιγμή που το σύνολο των συνδικαλιστικών δυνάμεων, αλλά και των «αντιδραστικών στοιχείων» του άμεσου παρελθόντος, διατηρούν άριστες σχέσεις με την κυβερνητική πλειοψηφία, δείχνουν αν μη τι άλλο, την αδυναμία διαχωρισμού των απαιτήσεων και διεκδικήσεων των διαφόρων ομάδων πίεσης από τις σύγχρονες ανάγκες και αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου.
Πρώτη φορά απεργία με Αριστερά
Στις 12 Νοεμβρίου έχει προκηρυχτεί η πρώτη μεγάλη πανελλαδική, απεργιακή κινητοποίηση που θα αντιμετωπίσει η Κυβέρνηση Σύριζα – ΑΝΕΛ.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η απεργία αυτή θα σηματοδοτήσει τις νέες κόκκινες γραμμές του συνδικαλιστικού κινήματος και θα εκφράσει την αρχή της στασιμότητας της κοινωνικής απήχησης της Κυβέρνησης, καθώς όπως εκτιμούν πολλοί δεν διαθέτει και άλλα αποθέματα κοινωνικών αντοχών και δυνάμεων.
Η εκτίμηση μας είναι ότι η ριζοσπαστική και κινηματική παράδοση του Σύριζα, θα επιδιώξει τον τετραγωνισμό του κύκλου. Και με τους απεργούς και με την εξουσία.
Στο πλαίσιο της πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους η Κυβέρνηση είναι πολύ πιθανό να προσπαθήσει να καρπωθεί την αντίδραση των πολιτών ως ένα μείζον διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους εταίρους ( η λογική «μην με πιέζεται δεν αντέχει ο κόσμος»).
Τέτοιες προσπάθειες ωφελιμιστικής χρήσης μίας απεργίας εκ μέρους κυβερνήσεων υπήρξαν και στο παρελθόν με ισχνά όμως αποτελέσματα, καθώς για τους εταίρους η κρίσιμη λέξη ήταν και είναι η «εφαρμογή». Η δυσπιστία απέναντι στις ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχει καταστήσει τους εταίρους αρκετά επιφυλακτικούς απέναντι σε τέτοιου είδους πολιτικές μανούβρες.
Γιάννης Μαστρογεωργίου, Διευθυντής Δικτύου
Γιώργος Παπούλιας,Πολιτικός Επιστήμονας,συνεργάτης Δικτύου