Η έννοια του εξευρωπαϊσμού με μια πρώτη ματιά δείχνει μη ψηλαφητή και αμφισβητήσιμη καθώς μάλιστα διχαστικά επιχειρήματα περί Ευρωπαϊκής Ανατολής και Δύσης, αντιστοίχως Βορρά και Νότου, υπεισέρχονται σε αυτόν τον εν εξελίξει διάλογο. Και βεβαίως, το μεγαλύτερο μέρος της εστίασης μέχρι τώρα αφορούσε μάλλον σε νομικίστικα και οργανωτικά θέματα, παραμελώντας έτσι τη διαδικασία μιας ισότιμης και ισορροπημένης πολιτισμικής συγκριτιστικής σύγκλισης που αναπόφευκτα θα έπρεπε να εκπορεύεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιοτική σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το τελευταίο θα μπορούσε φυσικά να είναι, μεταξύ άλλων, ένα θέμα πολιτικής βούλησης. Όπως και να έχει, η πλειοψηφούσα αντίληψη «από τα κάτω» αναφορικά με την ευρωπαϊκή διαδικασία εμβάθυνσης – μη συνυπολογίζοντας σποραδικές λαϊκίστικες φωνές – δεν μαρτυρά προς το παρόν μια ευρεία δυσαρέσκεια με το Ευρωπαϊκό εγχείρημα, ακόμα και σε κράτη-μέλη που πλήττονται περισσότερο από την κρίση χρέους, όπως η Ελλάδα. Δεν έχει χαθεί εξ ολοκλήρου λοιπόν ούτε η δυναμική της εν λόγω ιδέας ούτε και ο σκοπός της. Θα ήταν όμως αφελές να θεωρούμε δεδομένα όλα αυτά.
Αν έπρεπε να συνοψίσω την όλη προβληματική, θα το έκανα με την εξής φράση και τους απλούστερους των όρων: οι προκαταλήψεις ευδοκιμούν σε συνθήκες άγνοιας. Δεν υποστηρίζω υπεραπλουστευτικά ότι η ανωτέρω άγνοια είναι επί του παρόντος το αποτέλεσμα των ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενων εκπαιδευτικών συστημάτων, η ανησυχία μου αφορά τις μελλοντικές προοπτικές της παρατεταμένης ανεπάρκειας πόρων. Θεσμοί όπως αυτός της παιδείας εν προκειμένω, δεν θα πρέπει να συνδέονται με την παραγωγή πλούτου ή με οποιοδήποτε τρόπο να αποτελούν μέρος περικοπών για χάρη βραχυπρόθεσμων κερδών, καθώς αυτό θα αποτύχει μακροπρόθεσμα. Ο κίνδυνος μιας περαιτέρω ευρωπαϊκής αποδόμησης και εμφάνισης φυγόκεντρων δυνάμεων ως απότοκο κακών εκπαιδευτικών υποδομών και συνθηκών γενικότερα, δεν πρέπει να απορριφθεί απερίσκεπτα.
Από εμπειρική παρατήρηση αισθάνομαι πως δικαιούμαι ταπεινά να επισημάνω ότι δεν είναι ασυνήθιστο για τους λιγότερο καλλιεργημένους, τους απολιτικούς και τους περιθωριοποιημένους να βρουν καταφύγιο σε πολιτικά άκρα και αμφιλεγόμενες ιδεολογικές πλατφόρμες. Στην πραγματικότητα είμαστε όλοι μάρτυρες τέτοιων τάσεων στην Ευρώπη και μπορεί να διακρίνει κανείς σαφώς ότι η ριζοσπαστικοποίηση «από τα κάτω», αν και μειοψηφεί, παρουσιάζει σχετική έξαρση. Πράγματι, η ανεργία των νέων φαίνεται να είναι κατ’ εξοχήν υπεύθυνη γι ‘αυτό, αλλά η έλλειψη έμφασης στην βελτίωση της παιδείας, στο μέλλον θα εμποδίσει ακόμη περισσότερο τους νέους Ευρωπαίους να αναπτύξουν ανοσία στον ευρωσκεπτικισμό και τις παρελθούσες ενδοευρωπαϊκές αντιπαλότητες. Για να μην αναφέρω ότι αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα, τόσο στην περιορισμένη δυνατότητα μετακίνησης των ανθρώπων όσο και την διακίνηση των ιδεών τους μέσα στην οικογένεια της Ένωσής μας.
Για να οικειοποιηθεί κανείς μια νέα ταυτότητα, δηλαδή την ευρωπαϊκή, παράλληλα με την εθνική αίσθηση του ανήκειν, χρειάζεται μια μακρά διαδικασία παιδείας και εκπαίδευσης η οποία με τη σειρά της να επιτρέπει στις ιδέες του κοσμοπολιτισμού να αφομοιωθούν καλύτερα και μαζί με αυτές, ο πλούτος της ποικιλίας των πολιτισμών και των αντίστοιχων κοινωνιών. Ως εκ τούτου, η συχνά αμφισβητούμενη έννοια της Ευρωπαϊκής ταυτότητας θα έβρισκε γονιμότερο έδαφος σε μια ωριμότερη κουλτούρα, οπότε και θα αναπτυσσόταν με φυσικότητα ως αυτονόητη. Αντίθετα, είναι το σκοτάδι της άγνοιας που αφήνει περιθώρια για αποκλεισμούς και επιτρέπει σε αναχρονιστικές μορφές ριζοσπαστικοποίησης να βρίσκουν θιασώτες, με αυτονόητες συνέπειες. Στο σημείο αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να επαναλάβω εμφατικά πως οι προκαταλήψεις ευδοκιμούν σε συνθήκες άγνοιας.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει δίλημμα όσον αφορά την επένδυση στον τομέα της παιδείας. Είναι μονόδρομος!